Ἔχω στό ἀρχεῖο μου μερικές παλιές ἠχογραφήσεις, ἀπό τήν ἐποχή πού ἐργάσθηκα ὡς μουσικός.
Ἠχογραφήσεις πού κρατῶ γιά δικό μου λογαριασμό καί θά τίς ἀφήσω στήν ἐγγονή μου.
Καμμιά φορά βάζω καί τίς ἀκούω, ἔτσι, ὅπως τίς ἔχει καταγράψει ἕνα μαγνητόφωνο κασσέττας «Sony» πού εἶχα ἀγοράσει τό 1971. Δηλαδή «μονοφωνικές», σχεδόν πρωτόγονες. Ἀλλά ἔχουν τήν δική τους ὀμορφιά, καθώς ἀκούγονται ἦχοι ἀπό τόν περιβάλλοντα χῶρο, ὅσο καί κάποιες συζητήσεις τῶν μουσικῶν, στό πάλκο.
Ἠχογραφήσεις πού σήμερα θά φαίνονταν «παιδικές», ἀφοῦ ἡ (μουσική) τεχνολογία ἔχει κάνει ἅλματα, ἀλλά γιά ὅποιον γνωρίζει τά πενιχρά ἕως ἀνύπαρκτα μέσα μέ τά ὁποῖα ἔκαναν τήν δουλειά τους οἱ μουσικοί καί οἱ τραγουδιστές, ὅλα αὐτά τά «ἀπομεινάρια» μοῦ ἀκούγονται σημαντικά. Ποιός, ἀλήθεια, μπορεῖ νά φαντασθεῖ ὅτι γιά νά «βγάλουμε» τότε ἕνα τραγούδι, θέλαμε πέντε καί ἕξι ὧρες πρόβα; Σήμερα, μέ τά «μηχανάκια», σέ μισή ὥρα ἔχουν περαστεῖ τά πάντα. Οὔτε πάρτες χρειάζονται, οὔτε αὐτί στό ἠχεῖο γιά νά ἐπισημάνεις κάποια τερτίπια τοῦ μπάσου. Ὅλα τά ἔχεις πλέον στό πιάτο, ὅλα μποροῦν νά διορθωθοῦν, μέχρι νά φθάσει ὁ ἦχος στόν ἀκροατή…
Καθώς, λοιπόν, ἄκουγα τίς παλιές κασσέττες (τίς ἔχω πλέον μεταγράψει σέ στικάκια), στάθηκα σέ μιά εἰσαγωγή πού κάνει ὁ μέγας Γεώργιος Ζαμπέτας σέ μιά παρλάτα σατιρική, πού δέν ἔβγαζε καί πολύ νόημα (ὁ Ζαμπέτας ὡς στιχουργός ἦτο σουρρεαλιστής) ὑπό τόν τίτλο «Ἀποσπάσματα ἀπό ἔρωτες» καί μέ ὑπότιτλο «Καί ἡ βρόχα ἔπιτε στραίητ θρού»…
Ἐκεῖ, λοιπόν, ἀκοῦς μιά εἰσαγωγή, ἡ ὁποία περιλαμβάνει μερικές «κατέντζες» στό μπουζούκι, οἱ ὁποῖες εἶναι, ἄποψή μου, μαγικές καί ἐνδεικτικές τῆς μεγαλοφυΐας αὐτοῦ τοῦ ἐξαίσιου μουσικοῦ, τόν ὁποῖο τόσο ἀδίκησε ἡ ἑλληνική «καλλιτεχνική κοινωνία».
Ὁ Ζαμπέτας, τόν ὁποῖο χαρακτηρίζω ἀπεριφράστως λαϊκό θυμόσοφο, εἶχε, πράγματι, διδαχθεῖ τήν μουσική ἀπό τά ἀηδόνια, πού κελαηδοῦσαν στό ρέμα, πλάι στήν Γεωπονική Σχολή. Τά ἀκοῦς αὐτά τά ἀηδόνια σέ κάθε εἰσαγωγή ἀπό τά λαϊκά μέν, ἀλλά ἀπολύτως νεοελληνικά τραγούδια του.
Διακρίνεις σέ κάθε μέρος τῶν εἰσαγωγῶν αὐτῶν τήν ἀνακούφισή του, πού ἔχει ξεφύγει ἀπό τό «ἀνατολίτικο» καί ἔχει ἀφεθεῖ νά ταξιδέψει στά νερά τοῦ Αἰγαίου καί τοῦ Ἰονίου, ἀγκαλιάζοντας τό ἰδιότυπο ἐκεῖνο «μπέλ κάντο» τῆς θάλασσας.
Καί σκέπτομαι πόσο φτωχή ἔχει γίνει σήμερα ἡ ἑλληνική –λαϊκή– μουσική σκηνή, καθώς οἱ ὄψιμοι συνθέτες ἔχουν, μέ κάθε τρόπο, ὑποβαθμίσει τήν παρουσία τοῦ μπουζουκιοῦ ἀπό τό (δῆθεν) ἑλληνικό τραγούδι.
Ἠρεμεῖς καθώς ἀκοῦς τά μπουζούκια τοῦ Ζαμπέτα, τοῦ Χιώτη, τοῦ Μητσάκη, τοῦ Παπαδόπουλου, τοῦ Καρνέζη, τοῦ «Σπόρου», τοῦ Μπιθικώτση, τοῦ Μωραΐτη, τοῦ Στουραΐτη, τοῦ Χιονᾶ, ἀκόμη καί τοῦ Μάρκου, πού εἶναι πολύ πιό λιτό καί ἁπλοϊκό, καί αἰσθάνεσαι σάν νά δέχεσαι στό πρόσωπο σταγόνες βροχῆς στήν ἔρημο.
Κι ὕστερα διαβάζεις αὐτή τήν ἱστορία (δηλαδή μπορεῖ καί νά μήν εἶναι ὅπως τά λέει ἡ «ἀνεξάρτητη ἀρχή», καθ’ ὅτι αὐτές οἱ «ἀρχές» εἶναι τόσο ἀνεξάρτητες ὅσο καί οἱ διοικήσεις τῆς …ΕΠΟ) μέ τά ἑκατομμύρια τοῦ «γνωστοῦ τραγουδιστῆ» καί σκέπτεσαι ὅλους ἐκείνους τούς μεγάλους δημιουργούς, πού οἱ περισσότεροι ἔφυγαν ἀπό τήν ζωή πένητες. Καί ἡ βρόχα ἔπιπτε, ἀλλά «ράιτ θρού»…