Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 3 Ἰανουαρίου 1925
Φίλος κύριος, σκεπασμένος ἀπό χειρουργικούς ἐπιδέσμους, μοῦ ἐξέθεσε χθές τάς περιστάσεις, ὑπό τάς ὁποίας ἐτραυματίσθη.
-Τραύματα δυσεπούλωτα, φίλε μου! μοῦ εἶπε προλογίζων. Δέν ἐτραυματίσθην ἀπό χειροβομβίδας ἤ σράπνελ! Ἐτραυματίσθην ἀπό τά τρομερά μυδράλλια τῶν μποναμάδων. Καί θά περάσῃ καιρός γιά νά συνέλθω!
-Ἀλλά, φίλε μου –τοῦ εἶπα– ἕκαστος κανονίζει τούς μποναμᾶδες του, κατά τάς δυνάμεις του. Στό χέρι σου ἤτανε νά μήν ὑπερβῇς τά ἐσκαμμένα.
-Ἀκριβῶς δέν ἦτο στό χέρι μου! μοῦ ἀπήντησε περίλυπος. Διότι, ἁπλούστατα, εἰς τάς ἡμέρας μας, μπορεῖ νά κανονίζῃ κανείς, κατά βούλησιν, τό σιτηρέσιόν του, ὄχι ὅμως καί τά δῶρα του. Ἐνθυμεῖσθε τί ἔλεγαν ἄλλοτε τά Κάλλανδα. Ἡ ἐπωδός των ἦτο: «Δῶστε κ’ ἐμᾶς τόν κόπο μας ὅ,τι εὐαρεστεῖσθε..»
-Δέν τό λένε πλέον;
-Ἀλλοίμονον! Ὁ ὡραῖος καί εὐγενικώτατος στίχος διεγράφη ἀπό τήν τελευταίαν ἔκδοσιν τῶν Καλλάνδων. Καί ἀντικατεστάθη ἀπό ἕναν ἄλλον στίχον, ὁ ὁποῖος δέν ἀπαγγέλλεται, ἀλλά ἐξυπακούεται. Ἡ ἐπωδός τῶν Καλλάνδων λέγει σήμερα: «Δῶστε κ’ ἐμᾶς τόν κόπο μας ὅ,τι εὐαρεστούμεθα».
-Ἀλλά ὁ στόχος αὐτός δέν πάει…
-Ἀδιάφορον! Αὐτοί οἱ ψάλται τῶν Καλλάνδων τόν κάνουν καί πάει. Καί ὄχι μόνον τόν κάνουν καί πάει, ἀλλά καί κόντεψαν νά μέ δείρουν τήν παραμονήν τῆς Πρωτοχρονιᾶς.
-Νά σᾶς δείρουν;
-Βεβαιότατα. Ἐξακολουθῶν νά ἔχω ἐκ παραδόσεως, τήν ἰδέαν, ὅτι ἔπρεπε νά τούς δώσω «ὅ,τι εὐαρεστοῦμαι» καί ὄχι «ὅ,τι εὐαρεστοῦνται» ὅπως τήν ἐποχήν, δηλαδή, ποῦ τά καλά παιδιά δέν παρέλειπαν νά κάμουν ἱπποτικώτατα καί τό ἐγκώμιον τῆς «κυρᾶς» μας –«κυρά ψηλή, κυρά λυγνή, κυρά καμαροφρύδα»– τούς ἔδωκα ἕνα τάλληρον.
-Καί δέν σᾶς εὐχαρίστησαν…
-Νά μ’ εὐχαριστήσουν; Μοῦ ἐπέταξαν τό τάλληρον κατά πρόσωπον καί μοῦ ἐδήλωσαν, ὅτι πέντε ἄνθρωποι δέν καταδέχονται νά λάβουν ἀπό μίαν δραχμήν ἕκαστος. Καί μοῦ ὑπέμνησαν, ὅτι γνωστός χρηματιστής τούς εἶχε προσφέρει, πρό ὀλίγων λεπτῶν, διά τήν ἰδίαν ἀκριβῶς ἐκδούλευσιν δύο ἑκατοντάδραχμα. Ἐπειδή δέ ἐτόλμησα νά τούς ὑπενθυμίσω, ὅτι ὁ δικός μου Ἅγιος Βασίλειος, γιά νά φθάσῃ στό σπίτι μου, δέν διέρχεται διά τῆς ὁδοῦ Σοφοκλέους, ὁ κρατῶν ἀπ’ αὐτούς τό τρίγωνον ἐδοκίμασε νά τό κάμῃ τετράγωνον ἐπί τῆς κεφαλῆς μου. Ἐννοεῖται, ὅτι διά νά σώσω τήν ἀκεραιότητα τῶν γεωμετρικῶν σχημάτων τοῦ μουσικοῦ ὀργάνου καί τῆς κεφαλῆς μου εὑρέθηκα στήν ἀνάγκη νά προσθέσω μερικά τάλληρα ἀκόμη καί νά σώσω μέν τήν κεφαλήν μου καί τό τρίγωνον, ὄχι ὅμως καί τήν ὑπόληψίν μου, ἡ ὁποία κατερρακώθη μαζῆ μέ τό πορτοφόλι μου. Καί ἄν ἦσαν μόνον τά θρησκευτικά Κάλλανδα! Εἰς ὅλα τά Κάλλανδα, πού μᾶς ἔψαλαν ἐφέτος οἱ καλοπροαίρετοι εὐχέται μας, μηδέ τῶν συγγενῶν καί φίλων ἐξαιρουμένων, ὁ τελευταῖος στίχος ἦτο ταυτοσήμως ὁ ἴδιος: «Δῶστε κ’ ἐμᾶς τόν κόπο μας ὅ,τι εὐαρεστούμεθα».
Ὁ δυστυχής τραυματίας, ἐπουλώνων ἐν τῷ μεταξύ τά τραύματά του, μοῦ ἐδήλωσεν, ὅτι ἄρχισε νά ἐκμανθάνῃ τά νέα Κάλλανδα.
-Γιατί; τόν ἐρώτησα.
-Διότι, ἁπλούστατα, τοῦ χρόνου θά βγῶ νά τά πῶ κ’ ἐγώ, κρατῶν τρίγωνον εἰς τήν ἀριστεράν καί ρόπαλον εἰς τήν δεξιάν. Ὠρεβουάρ!
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ