ΓΙΑ πολύ καιρό ἡ κεντροδεξιά παράταξη ἀντιπολιτεύτηκε τόν ΣΥΡΙΖΑ μέ τήν βεβαιότητα ὅτι εἶχε ἀπέναντί της μιά βαλκανική ἐκδοχή τῆς δικτατορίας τοῦ Μαδοῦρο.
Μιά παράταξη πού θά ἀπομόνωνε τήν χώρα καί θά τήν κατέτασσε στό κίνημα τῶν ἀδεσμεύτων. Καθώς βρισκόμαστε στήν τελική εὐθεῖα γιά τήν συμπλήρωση τεσσάρων ἐτῶν τῆς Ἀριστερᾶς στήν ἐξουσία, ἡ ἀντιπολιτευτική στρατηγική τῆς κεντροδεξιᾶς ἀλλάζει: τώρα κατηγορεῖ τόν ΣΥΡΙΖΑ ὅτι ὑπογράφει «συμπληρωματικά μνημόνια» καί τοῦ ἐπιτίθεται διά τῆς πλαγίας, γιατί ἔχει προνομιακές σχέσεις μέ κορυφαίους ἐπιχειρηματίες τῆς χώρας. Καί βεβαίως ἐνοχλεῖται ὅταν ἀκούει τόν Πρόεδρο τοῦ ΣΕΒ νά συγχαίρει τόν Πρωθυπουργό γιά τήν «ἔξοδο ἀπό τά μνημόνια» μέ τήν δράση «τό πιστώνεστε προσωπικά».
Ἀπό τήν μία ἄκρη πήγαμε, λοιπόν, στήν ἄλλη. Ἀπό ἐκεῖ πού τούς λέγαμε Μαδοῦρο τώρα τούς λέμε διαπλοκή! Σύστημα. Κατεστημένο. Ἀλλά ἄν τυχόν βρεθεῖ κανείς κακομοίρης καί ὑποστηρίξει ὅτι τό ἰδιόρρυθμο αὐτό κόμμα μετακινεῖται ἀπό τόν ἀριστερισμό στήν σοσιαλδημοκρατία –ἄρα μεταλλάσσεται ταχέως σέ συστημικό κόμμα– τότε λιθοβολεῖται πρός παραδειγματισμό. Καιρό τώρα ὑποστηρίζω ὅτι γιά νά κερδίσεις τόν ἀντίπαλο πρέπει νά ξέρεις ποιός εἶναι ὁ ἀντίπαλος. Πώς ἄν ἐπιμένεις νά τοῦ ἐπιτίθεσαι γι’ αὐτό πού ἦταν ἀλλά ὄχι γι’ αὐτό πού εἶναι, εἶσαι ἄστοχος. Ἔφθασε λοιπόν ἡ ὥρα νά τό ἀναγνωρίσει μέ τόν τρόπο της καί ἡ ἡγεσία τῆς ΝΔ. Ἐμμέσως –διά συγκεκριμένων δημοσιευμάτων– φρονῶ πώς δέ θά ἀργήσει καί ἀμέσως. Παρά ταῦτα θεωρῶ πώς τυχόν κήρυξη πολέμου σέ τμῆμα τῆς ἐπιχειρηματικῆς τάξης τῆς χώρας, ἐπειδή γλυκοκοιτάζει πρός ΣΥΡΙΖΑ, θά εἶναι λάθος κίνηση γιά τρεῖς λόγους:
Ὁ πρῶτος εἶναι ὅτι τό ἐπιχειρηματικό κεφάλαιο δέν ἔχει μόνιμες συμπάθειες οὔτε μόνιμες ἀντιπάθειες. Σταθερό πολιτικό κλῖμα θέλει, γιά νά πηγαίνουν καλά οἱ δουλειές του, ἐνῶ πάντοτε συνυπολογίζει στόν σχεδιασμό του τήν στάση τοῦ συμμαχικοῦ παράγοντα. Σήμερα ἀγαπᾶ τήν «σταθερότητα», χαριεντίζεται μέ ὑπουργούς τοῦ ΣΥΡΙΖΑ ἀλλά αὔριο μέ τήν ἁπλή ἀναλογική θά ἔχει τήν ἴδια ἄποψη;
Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι πώς ἡ κεντροδεξιά ἄν τό θέλει ἔχει ὅλο τόν χρόνο στήν διάθεσή της γιά νά πείσει τήν ἀγορά πώς ὁ φιλελευθερισμός μέ κοινωνική συναίνεση (καί ὄχι μέ ἀναλγησία βεβαίως) θά ἐξασφαλίσει ὑψηλότατη ἀνάπτυξη καί κοινωνική γαλήνη. Τόση ὥστε ὁ ΣΥΡΙΖΑ νά μοιάζει μέ μακρινή ἀνάμνηση. Ἐπαναλαμβάνω ὅμως, πρέπει νά τό θέλει. Τά προεκλογικά προγράμματα δέν γράφονται γιά τούς χρηματοδότες ἀλλά γιά τούς πολῖτες.
Ὁ τρίτος λόγος εἶναι πώς ἡ κεντροδεξιά εἶναι ἕνα κόμμα πού ἀπό τήν ἱδρυτική του διακήρυξη σχεδιάστηκε γιά τούς περισσότερους. Ὄχι γιά τούς λιγώτερους. Μέ γειά του μέ χαρά του τοῦ κ. Τσίπρα ἄν ὑπάρχουν κάποιοι πού ὀψίμως σήμερα τόν ἀγκαλιάζουν, ἐνδεχομένως καί τόν χρηματοδοτοῦν. Τόν τελικό λόγο τόν ἔχει πάντα ὁ λαός. Οἱ περισσότεροι. Ἐάν ὁ Πρωθυπουργός θέλει νά ὁδεύσει στίς ἐκλογές ὡς κακέκτυπο τοῦ κ. Σημίτη, πειθαρχώντας ἄκριτα στήν Μέρκελ καί σέ τμῆμα τῆς τοπικῆς διαπλοκῆς, δέν βλέπω γιατί μιά λαϊκή κεντροδεξιά παράταξη πρέπει νά δυσαρεστεῖται. Μή σᾶς πῶ ὅτι μέ δεδομένη τήν τύχη τῶν ἐκσυγχρονιστῶν θά ἔπρεπε νά τό ἐπιδιώκει κιόλας. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἡ ΝΔ πρέπει νά χαρίσει τήν ἀγορά στόν ΣΥΡΙΖΑ. Ἀλλά τήν διαπλοκή πού ἔχει ἕνα καί μοναδικό πελάτη, τό κράτος, μπορεῖ. Χάρισμά του.