Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 26 Σεπτεμβρίου 1918
Ἐνῷ οἱ εἰσαγγελεῖς εἰς τό Βέλγιον ἔχουν τό δῶρον νά ὁμιλοῦν περί τῶν ποιητῶν, ὅπως ὡμίλησε προχθές εἰς τόν «Παρνασσόν» ὁ κ. Βάν ντέν Μπός περί τοῦ Βεράρεν, τότε χωρίς ἄλλο ἡ Βελγική Δικαιοσύνη εἶνε μία ὡραία Τέχνη. Ἀλλά ὁ κ. Βάν ντέν Μπός φαίνεται μία ἐξαιρετική φυσιογνωμία δικαστικοῦ, φοδραρισμένου μέ καλλιτέχνην. Διότι δέν εἶνε εὔκολον εἰς τόν καθένα, ὅση καί ἄν ὑποτεθῇ ἡ γενική του μόρφωσις, νά πάρῃ ἕνα ποιητήν, καί μάλιστα ἕνα ποιητήν τοῦ ἀναστήματος τοῦ Βεράρεν, καί νά τόν μεταχειρισθῇ, χωρίς νά τόν τσαλακώσῃ, ὅπως τό κατώρθωσε, μέσα σέ μίαν ὥραν, ὁ συμπατριώτης του αὐτός.
Ὁ κ. Βάν ντέν Μπός ὡμίλησε μέ τόν ἰδιαίτερον ἐκεῖνον τρόπον, ὁ ὁποῖος προδίδει τούς μεμυημένους. Δέν γνωρίζω ἐάν εἶνε ποιητής ὁ ἴδιος, εἰς τάς ὥρας του. Ἀλλά αἱ φιλίαι του μέ τόν ποιητήν τῆς «Ἑλένης τῆς Σπάρτης» καί τῶν «Κόκκινων Φτερῶν τοῦ Πολέμου», τόν Βερλαίν, τόν Μωρεάς, ἀπό τάς ὁποίας εὑρῆκε τόν καιρόν νά μᾶς διηγηθῇ, ὀλίγον πρός τῆς διαλέξεώς του, ὡραῖα καί χαρακτηριστικά ἀνέκδοτα, ἡ ἐνημερότης του εἰς ὅλα τά σύγχρονα φιλολογικά μυστικά, τό ἐνδιαφέρον του διά κάθε τι πού εἶνε τέχνη καί ποίησις, εἶνε ἀρκετά νά δείξουν ὑπό τόν εἰσαγγελέα τόν ἄνθρωπον τῶν Γραμμάτων. Καί δέν ἠμποροῦσε νά εἶνε διαφορετικά.
Ἐκεῖνο, ποῦ κατώρθωσε κυρίως, εἰς τά ὅρια μιᾶς διαλέξεως, ὁ κ. Βάν ντέν Μπός, ἦτο νά μᾶς παρουσιάσῃ τόν συμπατριώτην του εἰς τό ἀνάστημα τοῦ μεγάλου ποιητοῦ, ποῦ ὑπῆρξεν ὁ Βεράρεν. Τοῦ ποιητοῦ μέ τάς εὐρείας ἀπόψεις καί τήν ποιητικήν του κοσμοθεωρίαν. Τοῦ ποιητοῦ, διά τόν ὁποῖον τίποτε ἀνθρώπινον δέν ὑπῆρξε ξένον. Τοῦ ποιητοῦ, διά τόν ὁποῖον τίποτε ἀνθρώπινον δέν ὑπῆρξε ξένον. Τοῦ ποιητοῦ, ὁ ὁποῖος, πατῶν στερεά τό ἔδαφος τῆς πατρικῆς του γῆς καί κινούμενος μέσα εἰς τό ὄνειρον τῆς ὁμίχλης, ποῦ σκεπάζει τά κανάλια τοῦ Ἐσκῶ, ὑψώνει τό ἀνάστημά του ἐπάνω ἀπό τούς στοιχειωμένους πύργους, πού στέκονται ὡς ἄγρυπνοι δράκοι τοῦ μεσαιωνικοῦ παραμυθιοῦ ὑπέρ τήν γηραιάν Φλάνδραν, καί σφίγγει εἰς ἕνα πλατύτατον ἐναγκαλισμό τήν οἰκουμένην «Πρίν φθάσῃ ν’ ἀνήκῃ εἰς τόν κόσμον ὁλόκληρον, ἀνῆκεν εἰς ἐμᾶς», εἶπεν εἰς ἕνα ὡραῖον χαρακτηρισμόν του ὁ κ. Βάν ντέν Μπός. Καί εἶνε αὐτό χαρακτηριστικόν ὅλων τῶν μεγάλων ποιητῶν.
Καί ὁ Βεράρεν δέν ὑπῆρξε μόνον μεγάλος ποιητής. Ὑπῆρξε μεγάλος Βέλγος. Ἴσως τό ἕνα νά εἶναι συνέπεια τοῦ ἄλλου. Διότι αἱ πατρίδες εἰς τά μεγάλα των τέκνα εὑρῆκαν πάντοτε καί τούς μεγάλους των προφήτας καί τούς μεγάλους των προμάχους. Καί ἡ Βελγική γῆ εὑρῆκεν εἰς τόν μεγάλον της ποιητήν τόν μεγάλον της πρόμαχον. Ὅταν ὅλοι γίνωνται ἥρωες εἰς ἕνα τόπον, ὁ πρῶτος μεταξύ τῶν ἡρώων πρέπει νά εἶνε ὁ ποιητής. Καί αὐτός ὑπῆρξεν ὁ Βεράρεν.
Μία κτηνώδης δύναμις τόν ἐφόνευσεν. Ὁ κ. Βάν ντέν Μπός, εἰς τάς ἰδιαιτέρας του ὁμιλίας, μᾶς διηγήθη τάς λεπτομερείας τοῦ φρικιαστικοῦ αὐτοῦ τέλους. Ὁ Βεράρεν ἐξήρχετο ἀπό μίαν διάλεξιν, ὅπου, ἀπόστολος τῆς μεγάλης πατριωτικῆς ἰδέας, εἶχε βροντοφωνήσει τό μέγα κήρυγμα τῆς ἐκδικήσεως. Μέχρι τοῦ σιδηροδρομικοῦ σταθμοῦ ἀκόμη, ὅπου τόν εἶχαν συνοδεύσει κάποιοι φίλοι του, ἐξακολουθοῦσε νά χύνῃ εἰς χειμάρρους τόν πόνον τῆς ψυχῆς του. Τόν εἰδοποίησαν ὅτι ἡ ἀναχώρησις πλησιάζει. «Ἔχω καιρόν ἀκόμα, ἔχω καιρόν…» τούς ἀπήντησε, χωρίς νά ἐννοῇ καί ὁ ἴδιος τί ἔλεγεν. Ἔξαφνα τό τραῖνον ἐσφύριξεν. Ὥρμησε τότε ν’ ἁρπαχθῇ ἀπό τό κιγκλίδωμα ἑνός ὀχήματος. Μύωψ καί ἀφῃρημένος, ὅπως ἦτο, ἅρπαξε τό κενόν μεταξύ δύο ὀχημάτων. Ἔπεσε, παρεσύρθη ὑπό τούς τροχούς καί ὁ ποιητής, μέσα εἰς τούς στίχους τοῦ ὁποίου ὅ,τι θεωρεῖται ἀπό πρόληψιν κοινόν καί ἀντιποιητικόν, μηχαναί, τηλέφωνα, τηλέγραφοι, σιδηρόδρομοι, ἔγεινε ποίησις, εὑρῆκε τόν θάνατον, μέ τήν ὡραίαν κεφαλήν συντριμμένην ἀπό τούς χυδαίους τροχούς, εἰς τούς ὁποίους ὁ ἴδιος εἶχε χαρίσει τά πτερά τῆς ποιήσεώς του.
Δέν ἐπρόφθασε νά ἰδῇ τό ἅγιον μητρικόν στῆθος ἐλεύθερον ἀπό τό πέλμα τοῦ βαρβάρου. Ἐκρημνίσθη καί αὐτός, ἐρείπιον μεγάλου ναοῦ, μεταξύ τῶν ἐρειπίων, μέσα εἰς τά ὁποῖα εἶχε κλαύσει τήν Μοῖραν τῆς Βελγικῆς πατρίδος. Ἀλλά ἡ Ἀνάστασις ἔρχεται. Καί μαζῆ μέ τόν τάφον τοῦ ποιητοῦ ὑπάρχουν πολλοί τάφοι εἰς τό Βέλγιον, ποῦ περιμένουν. Διότι οἱ νεκροί των δέν θά κοιμηθοῦν εἰς τήν αἰωνιότητα, δέν θά κοιμηθοῦν πρίν ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος τῆς Ἐλευθερίας ἐπάνω ἀπό τό χῶμα ποῦ τούς σκεπάζει.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ