Τίς προάλλες περπάτησα στήν Εὐριπίδου, ψάχνοντας νά βρῶ ἕνα ὑπόγειο ὅπου κατοικοεδρεύει ἕνας τεχνίτης εἰδικός στήν ἀναζωογόνηση μπρούτζινων ἀντικειμένων.
Ἔχω κάποια ὄμορφα, παλιά μπρούντζινα κομμάτια, δύο σαμοβάρια καί κάτι παλιές κατσαρόλες τῆς γιαγιᾶς, ἕναν μικρό ἀποστακτῆρα καί ἕναν μύλο τοῦ καφέ, πού θέλουν «φρεσκάρισμα».
Περπατῶντας, λοιπόν, ἔφθασα καί στό κατάστημα ἀλλαντικῶν μέ τό γνωστό ἀρμενικό ὄνομα. Παλιός γνώριμος ἀπό τήν Νίκαια ὁ ἰδιοκτήτης, μπῆκα μέσα γιά νά εὐφρανθοῦν οἱ ρώθωνες καί οἱ πνεύμονές μου ἀπό τά ἀρώματα τοῦ παστουρμᾶ, τῶν ἀλλαντικῶν καί ὅλων ἐκείνων τῶν ἀρωμάτων, τά ὁποῖα ἀπολάμβανα στά σπίτια τῶν φίλων μου Ἀρμενίων, τοῦ Ὀβανές, τοῦ Χαΐκ, τοῦ Γερβάντ, τοῦ Ἐγιά, τοῦ Μπογός, τοῦ Ἀράμ, τῆς Βαρτουί, τῆς Ἰσκουί, τῆς Ἀναΐτ, τῶν κοριτσιῶν μέ τά ἀδέλφια τῶν ὁποίων κάναμε παρέα καί παίζαμε μπάλλα στήν αὐλή τοῦ «Ζαβαριάν».
Καί χθές, ξαναθυμήθηκα τούς Ἀρμενίους, ὅπως κάθε χρόνο, στίς 24 Ἀπριλίου, ἡμέρα μνήμης τῆς φρικώδους Γενοκτονίας τῶν Ἀρμενίων ἀπό τούς Τούρκους τό 1915.
Τῆς μεγάλης σφαγῆς, πού ἄρχισε μέ τήν σύλληψη διακοσίων πενῆντα ἐπιφανῶν Ἀρμενίων στήν Κωνσταντινούπολη, οἱ ὁποῖοι ἐκτελέσθηκαν τό ἴδιο βράδυ μέ σύνθημα: «Θάνατος στούς διανοούμενους»…
Ἦταν ξημερώματα τῆς 24ης Ἀπριλίου, τήν ἴδια μέρα πού ἔλαβε χώρα ἡ ἀποτυχημένη συμμαχική ἀπόβαση στήν Καλλίπολη, ὅταν ἡ Ἀστυνομία τῆς Κωνσταντινουπόλεως συνέλαβε διακόσιους πενῆντα (τριακόσιους, κατ’ ἄλλες πηγές) διανοούμενους ἀλλά καί προβεβλημένες προσωπικότητες τῆς τοπικῆς ἀρμενικῆς κοινότητας (δημοσιογράφους, πολιτικούς, συγγραφεῖς, ἰατρούς, δασκάλους), μέ τόν ἀριθμό νά μεγαλώνει μέ ταχύτητα, καθώς ἀθρόες συλλήψεις Ἀρμενίων ἔγιναν σέ ὅλη τήν ὀθωμανική ἐπικράτεια.
Οἱ περισσότεροι βασανίσθηκαν ἄγρια καί ἐκτελέσθηκαν ἀτιμωτικά, τήν ἴδια ὥρα πού ἄλλοι φυλακίσθηκαν, ἐκτοπίσθηκαν ἤ ἐστάλησαν στά φοβερά «καραβάνια τοῦ θανάτου».
Οἱ εἰκόνες ἀπό ἐκείνη τήν φοβερή σφαγή, ἡ ἐφιαλτική ἁλυσίδα τῶν ἐσταυρωμένων Ἀρμενίων γυναικῶν, ἡ σφαγή τῶν γυναικόπαιδων, οἱ πυραμίδες ἀπό τά κομμένα κεφάλια τῶν δύστυχων Ἀρμενίων, φωτογραφήθηκαν ἀπό τούς παλληκαράδες τοῦ στυγεροῦ δολοφόνου Ταλαάτ πασᾶ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπιτύχει τήν προσκόλληση τῆς Τουρκίας στό πλευρό τῶν Γερμανῶν στόν Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μέ Γερμανούς συμβούλους ἐκπόνησε καί ἔθεσε σέ ἐφαρμογή τό ἐφιαλτικό σχέδιό του γιά «τήν κάθαρση τοῦ τουρκικοῦ ἔθνους ἀπό τά ξένα στοιχεῖα.»
Στίς 15 Μαρτίου τοῦ 1921 ὁ Ταλαάτ, πρώην ἰσχυρός ἄνδρας τῆς Τουρκίας, ἔξω ἀπό τό σπίτι του στό Βερολῖνο, στήν Χάντεμπεργκστράσσε 4, δέχθηκε τούς πυροβολισμούς τοῦ εἰκοσιτετραετοῦς Ἀρμενίου Σογομόν Τεχλιριάν καί ἔπεσε νεκρός, σέ ἡλικία 47 ἐτῶν.
Ὁ Τεχλιριάν εἶχε ἀντικρύσει τίς ἀδελφές του νά βιάζονται, τόν ἀδελφό του νά ἀποκεφαλίζεται καί τούς γονεῖς του νά δολοφονοῦνται κατά τήν διάρκεια τῆς «πορείας θανάτου» στό Ἐρζερούμ τό 1915.
«Ἡ ἄρνησή της γιά τήν ἀναγνώριση τῆς Γενοκτονίας, ἀφήνει ἀνοιχτό τόν δρόμο γιά τή διάπραξη κι ἄλλων, ἀντίστοιχων ἐγκλημάτων. Ἀκόμη καί ἡ δίκη μου γενιά ἔχει ἐπηρεασθεῖ ἀπό αὐτά τά γεγονότα, ἄν καί δέν τά ἔζησε.
Εἶναι ἀδύνατο, ὅμως, νά τά ἀφήσουμε πίσω μας. Εἶναι ἀδύνατο νά τά ξεχάσουμε» δηλώνει ὁ Ἀρμένιος ἱστορικός καί διευθυντής τοῦ Μουσείου Γενοκτονίας τῶν Ἀρμενίων, Χαΐκ Ντεμογιάν. Πῶς νά ξεχάσουμε;