Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 4 Ἰανουαρίου 1919
Καθ’ ὅλην τήν διάρκειαν τῶν μηνῶν αὐτῶν, ποῦ ἐσαπίζαμεν μέσα εἰς τόν κατακλυσμόν, μία φωνή ἠκούετο ἀπό ὅλα τά στόματα:
-Πότε νά φυσήξῃ, ἀδερφέ, κανένα βορειαδάκι, νά σφίξουνε λιγάκι καί τά κόκκαλά μας!
Καί τό βορρειαδάκι ἐφύσηξε. Καί δέν γνωρίζω μέν ἄν ἔσφιξαν τά περίφημα κόκκαλα τῶν Ἀθηναίων καί ἄν συνετελέσθησαν ἄλλαι οὐσιώδεις μεταβολαί εἰς τήν φυσιολογίαν καί τήν ψυχολογίαν των, δύναμαι ὅμως νά βεβαιώσω ἐπισήμως ὅτι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας δέν ἔλαβε τήν ὑποδοχήν, ἡ ὁποία ἀνεμένετο κατά τήν ἄφιξίν του.
Δέν σοῦ λέω, ἀπεφάνθη χθές τό πρωί ὁ ἄνθρωπος, ποῦ ἐπεδείκνυε καθ’ ὅλην τήν διάρκειαν τοῦ Κατακλυσμοῦ μίαν ἡρωϊκήν ψυχήν, φυτρώσασαν ὡς λευκόν ἐντελβάις μέσα εἰς τάς παρθένους χιόνας τῶν Ἄλπεων, δέν σοῦ λέω! Καλός εἶνε καί ὁ Βορρηᾶς. Σφίγγουν τά κόκκαλα, ἀποκτᾷ κανείς δραστηριότητα καί εὐθυμίαν, λησμονεῖ τούς ρευματισμούς του, ἀλλά τί τά θέλεις, ἀδελφέ μου; Δέν εἴμεθα παρασκευασμένοι ἐδῶ στήν Ἑλλάδα γιά τέτοια πράγματα. Τά σπίτια, τά ροῦχα, ἡ ἔλλειψις τῶν μέσων…
Καί ἐχουχούλιζε τάς παλάμας του, τύπτων ταυτοχρόνως τήν ξηράν ἄσφαλτον μέ τά δύο του ἀπολιθωμένα ἄκρα. Ἦτο κατά τόν ἴδιον ἐντελῶς τρόπον δυστυχής μέ τόν Βορρᾶν, ὅπως ἦτο καί μέ τόν Νότον. Τότε εὕρισκε πάλιν ὅτι δέν εἴμεθα παρασκευασμένοι διά τήν βροχήν, τήν ὁμίχλην, τήν ὑγρασίαν. Τοῦ ἔφταιγαν οἱ δρόμοι, οἱ ὑπόνομοι, τά κεραμίδια ποῦ στάζουν, τοῦ ἔφταιγε τό σύμπαν. Καί ἐνοσταλγοῦσε τά χιόνια, τούς παγετούς , τό ξύρισμα τοῦ Βορρᾶ.
-Ξέρεις τί εἶνε, φίλε μου, νά σέ ξουρίζῃ ὁ Βορρηᾶς, μόλις πρωτοβγῇς ἀπ’ τό σπίτι σου; Δέν ὑπάρχει μεγαλειτέρα ἀπόλαυσις ἀπό τό ζωογόνον αὐτό ξούρισμα.
Αὐτός ὅμως ἦτο ἕνας ἄνδρας. Καί ὡς ἄνδρας συμπεριεφέρετο πρός τά στοιχεῖα τῆς Φύσεως. Μέ μίαν ψυχήν δηλαδή ἀσθενικήν, ἐλαττωματικήν καί ἀχάριστον.
-Ἄκουσε νά σοῦ πῶ! τοῦ εἶπε κάποιος, ἐν ᾦ διετύπωνε τήν τελευταίαν του διαμαρτυρίαν κατά τοῦ νεοφερμένου Βορρᾶ. Δέν βλέπεις λοιπόν τό ἕτερον φῦλον καί δέν παραδειγματίζεσαι; Κύτταξε ὅλα αὐτά τά ἀγγελικά πλάσματα, τά ὁποῖα περνοῦν ἐμπρός μας. Εἶνε ἀπείρως εὐτυχισμένα μέ τόν ἄγριον αὐτόν Βορρᾶν, ὅπως ἦσαν ἀπείρως εὐτυχισμένα μέ τόν ἀπαίσιον ἐκεῖνον Νότον. Γι’ αὐτά ὑπάρχει μία εὐτυχία εἰς ὅλας τάς ὥρας τοῦ ἔτους, εἰς ὅλους τούς καιρούς καί κάτω ἀπό ὅλους τούς οὐρανούς. Ὅταν συμμαζεύωνται ὡς γατοῦλες μέσα στά γουναρικά τους, ἐξαφανιζόμεναι μέσα εἰς τόν ἴδιον ἑαυτόν τους, ὁμιλοῦν μέ ὅλην τους τήν ὕπαρξιν διά μίαν εὐτυχίαν. Ὅταν γλυστροῦν ἀπάνω εἰς τήν ὑγράν ἄσφαλτον, ἐν ᾦ οἱ καταρράκται τοῦ οὐρανοῦ ἀδειάζουν ὁλόκληροι ἐπάνω στό κομψόν τους ἀδιάβροχον, ὁμιλοῦν διά μίαν ἄλλην εὐτυχίαν. Τήν ἐποχήν ποῦ σκάζουν οἱ ἄνθρωποι ἀπ’ τή ζέστη, ἔχουν τήν εὐτυχίαν τοῦ βραζομένου ἀστακοῦ. Ἀπό τόν ἄνεμον, ἀπό τήν νηνεμίαν, ἀπό τήν βροχήν, ἀπό τό χαλάζι, ἀπό τό φῶς καί ἀπό τό σκότος, ἀπό παντοῦ γνωρίζουν ν’ ἀντλοῦν μίαν εὐτυχίαν. Ἡ χαρά καί ἡ αἰσιοδοξία τοῦ δρόμου διατηρεῖται ἀποκλειστικῶς ἀπό τάς γυναῖκας. Διατί δέν παραδειγματίζεσαι, ἀπαίσιε Ἱερεμία;
Ὁ Ἱερεμίας ἤκουσε τήν μακράν ἀγόρευσιν τοῦ φίλου του χωρίς τήν παραμικροτέραν συγκίνησιν. Ἔπειτα, ἐπισκοπήσας τά μετέωρα, ἐρώτησε:
-Τί λές; Θά ξαναγυρίσῃ νοτιά;
-Ἐπιμένεις;
-Τί θέλεις νά κάμω; ᾙ γυναῖκες κρυώνουν γιά τούς ἄλλους, ζεσταίνονται γιά τούς ἄλλους, τσαλαβατοῦν στά νερά γιά τούς ἄλλους καί ἀναρπάζονται ἀπό τούς ἀνέμους γιά τούς ἄλλους. Ἀπό κάθε κατάστασιν ἀντλοῦν ἕνα θέλγητρον καί ἕνα μαγνήτην. Ἐγώ ὅμως, καθώς βλέπεις, κρυώνω γιά τόν ἑαυτόν μου καί ζεσταίνομαι γιά τόν ἑαυτόν μου. Δικαιοῦμαι ἑπομένως νά ἔχω τήν γνώμην μου, ἐλευθέραν καί ἀνεπηρέαστον, περί Βορρᾶ, Νότου, Γυναικῶν καί πάσης θεομηνίας.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ