Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 22 Φεβρουαρίου 1919
Γνωστός κύριος ἦλθε νά μ’ ἐπισκεφθῇ εἰς τό γραφεῖόν μου δι’ ὑπόθεσίν του, σχετικήν πρός τό χρονογράφημα. Εἶχε νά μοῦ ὁμιλήσῃ διά μακρῶν […]. Ἔξαφνα τοῦ ἐπῆλθε μία ἰδέα.
– Μπορῶ νά πῶ κἄτι τί, μιά στιγμή, στό παιδί τοῦ γραφείου; Τό παιδί ἐκλήθη καί ὁ κύριος παρήγγειλεν:
– Ἄκουσ’ ἐδῶ, παιδί μου. Ἄν ἔλθῃ μία κυρία καί μέ ζητήσῃ (εἶπε τό ὄνομά του), νά πῇς ὅτι εἶμαι ἐδῶ καί νά μέ εἰδοποιήσῃς. Ἄλλον κανέναν δέν δέχομαι. Καί, ἐν ᾧ τό παιδί, μέ τήν διαταγήν εἰς τά δόντια, ἀπεχώρει, ὁ κύριος συνεπλήρωσεν:
– Μιά γρῃά, παιδί μου. Μιά γρῃά!
– Ἀκοῦστε νά σᾶς πῶ! τοῦ εἶπα, ὅταν ἐμείναμεν μόνοι. Ἐάν ἡ κυρία, ποῦ θά σᾶς ζητήσῃ, εἶνε νέα ἤ γραῖα, αὐτό δέν μ’ ἐνδιαφέρει ποσῶς. Μιά φορά, πού ἀπεφασίσατε νά δώσετε τήν ἰδιαιτέραν σας συνέντευξιν εἰς τό γραφεῖόν μου, ἔχετε τό δικαίωμα νά δεχθῆτε νέας καί γραίας, χήρας καί ὀρφανά. Ἀλλά διατί ἐχαρακτηρίσατε, παρακαλῶ, τήν ἄγνωστον μέ τήν ἡλικίαν της; Κἄποτε ὁ Κονδυλάκης εἶχε διαμαρτυρηθῇ ἐντόνως κατά τῆς κακῆς αὐτῆς συνηθείας. Τό γῆρας δέν ἀποτελεῖ οὔτε ἐπάγγελμα, οὔτε ἀστικήν κατάστασιν. Καί τό νά τιτλοφοροῦμεν ἕναν ἄνθρωπον γέρον εἶνε τό ἴδιον ὡς νά τιτλοφοροῦμεν ἕναν ἄλλο φθισικόν, διότι ἔχει τήν ἀτυχίαν νά εἶνε τοιοῦτος.
– Τό ἔκαμα, ἐδικαιολογήθη ὁ κύριος, γιά νά δώσω στό παιδί νά καταλάβῃ. […]
– Ἔστω! τοῦ εἶπα. Ἀλλά φαντάζεσθε ὅτι τό φτωχό αὐτό παιδί εἶνε εἰς θέσιν νά κάμνῃ διάκρισιν μεταξύ μιᾶς νέας καί μιᾶς γραίας κυρίας; Εἰς τήν ἐποχήν μας τό γῆρας κατηργήθη. Ἡ μάμμη συγχέεται μέ τήν ἐγγονήν. Καί δέν ὑπάρχουν σήμερον ἄλλαι γραῖαι ἀπό μερικά ἀπομεινάρια τοῦ καλοῦ, παλαιοῦ καιροῦ, τά ὁποῖα ὅμως φέρουν τσεμπέρι ἤ φέσι καί ἀποτελοῦν δυσεύρετον διακοσμητικόν εἶδος. Ἐν ᾧ κατεγινόμεθα εἰς τήν ἀκαδημαϊκήν αὐτήν συζήτησιν, ἄγριαι κραυγαί μᾶς ἔφθασαν ἀπό τόν διάδρομον. Προφανῶς κἄποιος διαπληκτισμός ἐλάμβανε χώραν ὀπίσω ἀπό τήν θύραν τοῦ γραφείου. Καί τά πράγματα εἶχαν ἀρχίσει νά ἐκτραχύνωνται. Ἔξαφνα ἡ θύρα ἤνοιξε καί ὁ μικρός ὑπηρέτης ὥρμησε μέσα ὡς καταδιωκόμενος.
– Μιά γυναῖκα ἤθελε, καλά καί σώνει, νά μπῇ στό γραφεῖο. Τῆς εἶπε, λέει, τοῦ λόγου του…
– Γιατί δέν τήν ἄφησες; ἠρώτησεν ἔξαλλος ὁ κύριος. Πές της ναρθῇ, ἀμέσως μέσα. Καί ἐσηκώθη διά τήν ὑποδοχήν, μαντεύων ἐπωδύνως διάφορα δυσάρεστα πράγματα.
– Τώρα; εἶπεν ἀφελέστατα ὁ μικρός. Πάει ἔφυγε… Καί προέβη εἰς τήν ἀφελῆ του ἀπολογίαν:
– Τί νά τῆς κάνω, κύριε; Τή ρωτάω ἄν εἶνε ἡ γρῃά, ποῦ περιμένει ὁ κύριος, μέ βρίζει. Τῆς λέω τότε, ὅτι ὁ κύριος μοῦ εἶπε καθαρά καί ξάστερα, πῶς, ἄν ἔρθῃ μιά γρῃά καί τόν ζητήσῃ, νά τήν ἀφήσω. Εἰδεμής… Αὐτή δέν ἤτανε γρῃά, βλέπεις. Σάν τῆς εἶπα ἔτσι, μαλάκωσε. «Καλά, παιδί μου, μοῦ εἶπε» καί μέ χάϊδεψε στό μάγουλο. Ὕστερα ὅμως κατέβηκε βιαστικά τῇς σκάλες κ’ ἔφυγε μουρμουρίζοντας. […]
– Παράξενη γυναίκα, κύριε. Πολύ παράξενη! Ὁ κύριος κατέπεσεν εἰς τό κάθισμά του ἡμιλιπόθυμος.
– Τά βλέπετε λοιπόν;
– Δέν μπορῶ νά καταλάβω ἀκόμη τί συμβαίνει! μοῦ εἶπε μέ σβυσμένην φωνήν.
– Συνέβη, ἁπλούστατα, φίλε μου, ὅτι ὁ ἄπειρος αὐτός μικρός δέν ἔκαμεν, ὅπως ἦτο φυσικόν καί ὅπως σᾶς προεῖπα, διάγνωσιν τῆς ἡλικίας. Καί, ἀφοῦ σᾶς ἐξέθεσεν ἀγρίως, ἔκαμε ταυτοχρόνως μίαν ἀκουσίαν, καί δι’ αὐτό ἀκριβῶς σημαντικωτέραν, φιλοφρόνησιν εἰς τήν κυρίαν, φιλοφρόνησιν ποῦ θά τήν ἐζήλευε κάθε ἱππότης. Τῆς ἠρνήθη τήν εἴσοδον διά λόγους νεότητος. Καί ὁ μέν μικρός ἔλαβε τήν ἀμοιβήν του εἰς μίαν ἐγκάρδιον θωπείαν. Ἀλλά σεῖς, ταλαίπωρε κύριε, ποῦ θά κρυφθῆτε; Δέν σᾶς ξεπλένει οὔτε ὁ Νιαγάρας!
Ὁ ἀτυχήσας κύριος ἄρχισε νά μελετᾷ μίαν ἐπανόρθωσιν.
– Δέν ὑπάρχει ἐπανόρθωσις! τοῦ εἶπα. Ματαίως κοπιάζετε. Τό ζήτημα εἶνε ζήτημα Γραμματικῆς. Ὀφείλετε νά μάθετε εἰς τό ἑξῆς, ὅτι τό ἐπίθετον «γέρων» εἶχεν ἄλλοτε ἀρσενικόν καί θηλυκόν καί δέν εἶχε μόνον οὐδέτερον. Σήμερον δέν ἔχει οὔτε θηλυκόν. Σβύστε το ἀπό τήν Γραμματικήν σας.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ