Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 12 Μαΐου 1919
Μεγάλη ζήτησις σοβαρότητος παρατηρεῖται, ἀνεξηγήτως, τάς ἡμέρας αὐτάς. Οἱ ἔχοντες τήν καλήν καί διδακτικήν συνήθειαν νά μελετοῦν ἐπισταμένως τάς ἀγγελίας τῶν ἐφημερίδων, ὅπως ἐσυνήθιζε νά κάμνῃ ἄλλως τε καί ἕνας μεγάλος Ἄγγλος φιλόσοφος, ὁ Σπένσερ, θά ἐννοήσουν περί τίνος ὁμιλῶ. Διαρκῶς διάφοροι «σοβαροί» κύριοι ζητοῦν δωμάτιον παρά καλῇ οἰκογενείᾳ. Διαρκῶς καλαί οἰκογένειαι προσφέρουν πρός ἐνοικίασιασιν διαμερίσματα διά «σοβαρόν» κύριον. Διαρκῶς, τέλος πάντων, οἱ «σοβαροί» κύριοι, εἴτε προσφερόμενοι εἴτε ζητούμενοι, εὑρίσκονται εἰς τήν ἡμερησίαν διάταξιν. Καί ἄν κρίνῃ κανείς ἀπό τό πλῆθος τῶν σχετικῶν ἀγγελιῶν, τείνει νά πιστεύσῃ ὅτι αἱ Ἀθῆναι ἐγέμισαν ἀπό «σοβαρούς» κυρίους καί ἐπλημμύρησαν ἀπό σοβαρότητα.
Ἀλλά τί πρᾶγμα, ποιόν μέρος τοῦ λόγου, ποῖον ζῳολογικόν εἶδος εἶνε οἱ αἰφνιδίως ἐνσκήψαντες εἰς τάς Ἀθήνας «σοβαροί» αὐτοί κύριοι; Καί ποία ἡ «σοβαρότης» των; Ἰδού ἕνα ἐρώτημα, εἰς τό ὁποῖον δέν ἠμπορεῖ κανείς εὔκολα νά ἀπαντήσῃ.
Κἄποιος μοῦ ἔδωκε τήν ἐξήγησιν, ὅτι «σοβαρός» κύριος σημαίνει «ἡλικιωμένος κύριος» καί ὅτι, ἑπομένως, πρόκειται περί σχήματος ἀποσιωπήσεως ἤ περί εὐνοήτου διαλεκτικῆς ἁβρότητος. Καί, ἐπειδή, ἕνας ἡλικιωμένος ὁπωσδήποτε ἄνθρωπος ὑποτίθεται ὅτι εἶνε καί ἀνίκανος νά δημιουργήσῃ σκάνδαλον ἤ νά προκαλέσῃ κακολογίαν, εἰς βάρος μιᾶς οἰκογενείας, ἐνδιαφερομένης διά τήν ἄμωμον ἐμφάνισίν της, ὁ κατά πλάσμα ἀκίνδυνος ἄνθρωπος ζητεῖται, κατ’ εὐφημισμόν, ὑπό τήν ἰδιότητα τοῦ «σοβαροῦ». Συνεννοούμεθα δηλαδή περί τίνος πρόκειται, πρός γνῶσιν καί συμμόρφωσιν, ὅπως ἔλεγαν ἄλλοτε εἰς τά δημόσια ἔγγραφα.
Ὁ «σοβαρός» κύριος, ποῦ μοῦ ἔδωκε τήν ἑρμηνείαν αὐτήν, ἔφερε βαρέως ἐν τούτοις τήν «σοβαρότητά» του.
– Δέν φθάνει, μοῦ εἶπε κατατεθλιμμένος, ὅτι ἀναγκάσθηκα νά ἐμφανισθῶ εἰς μίαν ὡραίαν χήραν, ἐνοικιάζουσαν δωμάτια, ὡς «σοβαρός» κύριος, δέν φθάνει ὅτι ἀπερρίφθην, διότι ἔκαμα, φαίνεται, ἐντύπωσιν «σοβαρότητος», μεγαλειτέρου βαθμοῦ ἐκείνου τόν ὁποῖον ἀπαιτοῦσεν ἡ ἀπαρηγόρητη οἰκοδέσποινα, ἀλλά…
– Ὑπάρχει καί συνέχεια λοιπόν;
– Ὄχι, δυστυχῶς, μέ τήν χήραν. Ἀλλά ἡ λέξις ἐπέρασε, βλέπεις, καί στά μαγαζιά. Πηγαίνω χθές ν’ ἀγοράσω, φίλε μου, ἕνα λαιμοδέτην. Καί ἡ ἄθλιος ὑπάλληλος, ὑποδεικνύων μου ἕνα πένθιμον πανί, μοῦ λέγει περιποιητικώτατα: «Ἰδού, κύριε, ἕνας σοβαρός λαιμοδέτης γιά σᾶς.». Ἀλλά ποιός τοῦ εἶπε τοῦ ἀθλίου αὐτοῦ ὅτι ἐγώ εἶμαι σοβαρός καί ὅτι μοῦ πρέπει σοβαρός λαιμοδέτης; Αὐτά συμβαίνουν, κύριε, μέ τή σοβαρότητα εἰς τάς Ἀθήνας.
Ἄλλοι πάλιν μοῦ ἔδωκαν ἄλλας ἐξηγήσεις. Μεταξύ αὐτῶν, κἄποιος μοῦ ὑπέδειξεν, ὅτι ἡ ζήτησις τοῦ «σοβαροῦ» κυρίου γίνεται μᾶλλον διά τήν ἐντύπωσιν. Ἡ οἰκογένεια θέλει νά διαδηλώσῃ διά τοῦ Τύπου τήν ἰδικήν της σοβαρότητα. Ἐάν ὁ κύριος δέν εἶνε καί ἀπολύτως σοβαρός, δέν ἐχάλασεν, ἐπί τέλους, ὁ κόσμος! Ἄλλος πάλιν μοῦ ἐξέφρασε τήν ὑπόνοιαν, ὅτι «σοβαρός» κύριος ὑπονοεῖται ἄνθρωπος διατεθειμένος ὁπωσδήποτε νά σκεφθῇ «σοβαρῶς» καί περί ἀποκαταστάσεως. Ὁπωσδήποτε, εἰς τά μελλοντικά λεξικά ἡ λέξις θά χρειασθῇ ὁλοκλήρους στήλας διά νά ἑρμηνευθῇ ἐπαρκῶς.
Ἐκεῖνο ὅμως, ποῦ εἶνε τό καταπληκτικώτερον, εἶνε μία ἀφάνταστη λεπτομέρεια, τήν ὁποίαν ὀφείλω εἰς κἄποιαν πρόχειρον ἀνάκρισιν, ποῦ ἔκαμα ἐσχάτως εἰς τά λογιστήρια τῶν ἐφημερίδων. Ἐβεβαιώθην λοιπόν, ὅτι αἱ περισσότεραι προσφοραί, ποῦ ἔρχονται πρός «σοβαρούς» κυρίους, ζητοῦντας δωμάτιον, εἶνε κλεισμέναι ἐντός πενθίμων φακέλων. Ἁπλούστατα, δηλαδή, εἰς τόν «σοβαρόν» κύριον προσφέρεται τό δωμάτιον, πιθανώτατα δέ καί ἡ κλίνη, τοῦ… μακαρίτου. Καί ἀποφεύγω, ἐννοεῖται, κάθε σχόλιον, τό ὁποῖον ἠμπορεῖ νά εἶνε πολύ τραγικόν, ἠμπορεῖ ὅμως ἀξιόλογα νά εἶνε καί πολύ εὐχάριστον.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ