ΤΟ 1826 ὁ ἰδιότυπος Ἰρλανδός περιηγητής Τζαίημς Ἔμερσον…
Γράφει ὁ Ἐλευθέριος Γ. Σκιαδᾶς
… (Sir James Emerson Tennent, 1st Baronet FRS, 1804-1869) ἀλλά καί πολιτικός ἐξέδωσε στό Λονδῖνο τίς ἐντυπώσεις του ἀπό τό ταξίδι πού εἶχε κάνει στήν Ἑλλάδα καί μέ τόν τίτλο «Εἰκόνες ἀπό τήν Ἑλλάδα». Πρόκειται περί ἰδιαιτέρας περιπτώσεως φιλέλληνος, τοῦ ὁποίου ἡ προσφορά δέν ἔχει ἀξιολογηθεῖ ἀναλόγως μέ τό μέγεθός της.
Ἡ ἀγάπη του γιά τήν κλασσική παιδεία ἦταν ἡ πηγή ἐμπνεύσεως πού τόν ὤθησε νά ταχθεῖ ἐνθουσιωδῶς ὑπέρ τοῦ ξεσηκωμοῦ τῶν Ἑλλήνων. Ὄχι μόνον παρέδωσε στήν αἰωνιότητα συγγραφικό φιλελληνικό ἔργο ἀλλά καί κατέβηκε στήν Ἑλλάδα γιά νά πολεμήσει στό πλάι τοῦ λόρδου Βύρωνος. Τό ἔργο του, τό ὁποῖο δέν στερεῖται κριτικῶν παρατηρήσεων γιά τίς ἀδυναμίες τῶν Ἑλλήνων, διακρίνεται γιά τά ἁγνά αἰσθήματα καί τήν ὀρθολογιστική δομή του.
Μέ τόν Βύρωνα
Ὁ Τζαίημς Ἔμερσον βρέθηκε στό Μεσολόγγι καί ἔμεινε κοντά στόν λόρδο Βύρωνα μέχρι τόν θάνατό του. Ἐπέστρεψε στήν Ἀγγλία γιά νά ἐπανέλθει στήν Ἑλλάδα (1825) περνώντας ἀπό τά Ἰόνια νησιά καί κατευθυνόμενος στήν Πελοπόννησο. Ἡ ἑλληνική διοίκησις ἀναγνωρίζουσα τίς ὑπηρεσίες του, τοῦ ἀπέδωσε τόν βαθμό τοῦ λοχαγοῦ. Εἶχε συνείδηση τῶν εὐρωπαϊκῶν ἰσορροπιῶν καί ἀκόμη περισσότερο τῶν θυσιῶν τῶν Ἑλλήνων. Ἐπέλεξε λοιπόν νά εἰσφέρει τά μέγιστα δημοσιοποιώντας πλούσια στοιχεῖα γιά τήν δράση τοῦ ἑλληνικοῦ ναυτικοῦ καί τά κατορθώματα τῶν ἀνδρῶν του. Κατέγραψε τίς ἐμπειρίες του καί συνανεστράφη μέ τούς πιό ἐνδόξους ἄνδρες τοῦ ἀγῶνος. Ἐκδίδων τό βιβλίο του συνέβαλε καθοριστικῶς στήν δημιουργία φιλελληνικοῦ κλίματος στήν Μεγάλη Βρεταννία ἐπηρεάζοντας γενικώτερα τήν κοινή εὐρωπαϊκή γνώμη ὑπέρ τῶν ἀγωνιζομένων Ἑλλήνων.
Σοροκάδα!
Περισσότερο ἀπό ὅλους ὅσους γνώρισε, φαίνεται πώς θαύμαζε τόν περίφημο θαλασσομάχο Ἀνδρέα Μιαούλη. Ὁ Ἰρλανδός γυιός ἑνός ἐμπόρου τοῦ Μπέλφαστ ήσχολήθη ἰδιαίτερα μέ τό φέσι τοῦ Μιαούλη, τήν περίφημη «φεσάρα», ὅπως τό ἀποκαλοῦσαν οἱ ἔμπιστοι ναῦτες του, ἐκείνου πού τόν γνώριζαν περισσότερο ἀπ’ ὅλους. Ἦταν τέτοιος ὁ θαυμασμός καί ἡ ἐκτίμησίς του γιά τόν Ἀνδρέα Μιαούλη, ὥστε μία μόνον εἰκόνα χρησιμοποίησε στό ἀποτελούμενο ἀπό 359 σελίδες βιβλίο του καί μόνον δική του λιθογραφία χρησιμοποίησε, προτάσσων αὐτήν μάλιστα στό ἄνοιγμα τοῦ βιβλίου.
Ὅσο γιά τό φέσι τοῦ Μιαούλη ἐθεωρεῖτο ὡς τό ἀσφαλέστερο σημάδι πού ἔδειχνε κάθε τόσο τί καιρό ἔκανε καί πῶς ἦταν τά κέφια του. Ὅταν τό φοροῦσε ἴσια καί ὄρθια, ἔδειχνε πώς ὁ καιρός ἦταν καλός καί αὐτός ἦταν στά καλά του. Ὅταν ὅμως κατέβαζε τή «φεσάρα» ὥς τά φρύδια, οἱ ναῦτες του καταλάβαιναν πώς εἶχε θυμώσει, μαζευόντουσαν καί ἔλεγαν μεταξύ τους: «Σοροκάδα»! Αὐτά εἶχε πληροφορηθεῖ ὁ Ἔμερσον. Ὅταν λοιπόν γνώρισε τόν Ὑδραῖο θαλασσομάχο καί τόν παρεκάλεσε νά τοῦ ἀφηγηθεῖ λεπτομέρειες ἀπό τά ναυτικά κατορθώματά του, τόν ρωτοῦσε καί μέ πολύ ἐνδιαφέρον γιά τό φέσι του.
Δώρισε τήν «φεσάρα» του!
Μᾶλλον ἠνωχλημένος ὁ ναύαρχος παραξενεύθηκε καί κάποια στιγμή ἔχασε τήν ὑπομονή τοθ καί τοῦ εἶπε μέ ἐμφανῆ δυσφορία: «Γιά τό φέσι θά μιλᾶμε τώρα; Δέν ντρεπόμαστε;». Ὡστόσο ὁ Ἰρλανδός περιηγητής δέν φαινόταν νά παραιτεῖται ἀπό τό θέμα καί ἐπέμενε νά ἀντλήσει περισσότερες πληροφορίες. Στό τέλος, ὅταν ζήτησε ἀπό τόν ναύαρχο κάποιο ἐνθύμιο, ὁ Μιαούλης, χωρίς δισταγμό, ἔβγαλε τήν πολυθρύλητη «φεσάρα» τοθ καί τοῦ τήν χάρισε λέγων: «Πάρ’ την ἐπιτέλους νά γλυτώσω ἀπό σένα»! Φεύγοντας χαρούμενος ὁ Ἔμερσον τοῦ εἶπε: «Σᾶς εὐχαριστῶ κύριε ναύαρχε, γιά τήν τιμή πού μοῦ κάνατε, μέ τό ὡραιότερο δῶρο πού θά μποροῦσα νά ἀποκτήσω». Ἀλλά τό περίφημο αὐτό φέσι σύντομα ἀντικαταστάθηκε μέ ἄλλο πού διεδραμάτισε τόν ἴδιο ρόλο μέ τό προηγούμενο, ὡς «σημεῖο τῶν καιρῶν» τοῦ Ὑδραίου ναυάρχου. Ἀργότερα, τό 1829, ὅταν ὁ ἔμπιστος ἀξιωματικός τοῦ Μιαούλη, ὁ «ἀξιωματικός τῆς φυλακῆς Κοσκορόζης, ἀνέβαινε στήν φρεγάτα «Ἑλλάς», ρωτοῦσε τούς ναῦτες: «Πῶς τήν φοράει;». «Στραβά», τοῦ ἔλεγαν ἐκεῖνοι. Καταλάβαινε τότε ὁ Κοσκορόζης ὅτι πλησίαζε φουρτούνα καί μονολογοῦσε: « Βοήθα, Ἅη Νικόλα μου!». Ὕστερα προσπαθοῦσε νά καλοπιάσει τόν γέρο θαλασσόλυκο καί νά τόν καλμάρει.
Ἡ «Ἑλλάς» στήν Ἀττική
Τό καλοκαίρι ἐκείνης τῆς χρονιᾶς, τοῦ 1829, ἡ «Ἑλλάς» ταξίδευε κοντά σέ ἕνα ἀπό τά ἀκρογιάλια τῆς Ἀττικῆς. Κατευθύνετο πρός τόν ὅρμο τῆς Βάρης μέ δυνατή σοροκάδα. Ἦταν μεσημέρι καί ὁ ναύαρχος γευμάτιζε κάτω στήν τραπεζαρία. Ἔρριχνε ὅμως καί ἀνήσυχες ματιές ἀπό τό παραθυράκι γιά τήν πορεία τοῦ καραβιοῦ. Ξαφνικά εἶδε τό καράβι νά προσεγγίζει στήν ἀκρογιαλιά καί νά μήν «παίρνει βόλτα». Ὥσπου νά παραγγείλει ὁ Κοσκορόζης νά γυρίσουν τά πανιά καί νά στρίψει τό τιμόνι, ἡ φεσάρα τοῦ ναυάρχου κατέβηκε ὥς τά φρύδια. Διέκοψε ἀμέσως τό γεῦμα του, τινάχθηκε ὄρθιος καί μέ σφιγμένη τήν καρδιά ἀνέβηκε στό κατάστρωμα.
Ἀνησυχοῦσε μήπως ἀπό στραβοτιμονιά ἔπεφτε τό καράβι στά βράχια. Ὡστόσο ἡ φρεγάτα… βολτάρισε ὄμορφα τήν τελευταία στιγμή καί γλύτωσε. Ἀλλά ἡ «φεσάρα» ἔμεινε στραβά βαλμένη καί ὁ ναύαρχος παρέμεινε στή γέφυρα φωνάζοντας: «Γιά τήν ξέρα μωρέ τό ’βαλες; Γι’ αὐτό σ’ ἔβαλα αὐτοῦ πέρα; Γιά νά μοῦ τσακίσεις τό καράβι;». Ὅσο ἄστραφτε καί βροντοῦσε ὁ ναύαρχος ὁ Κοσκορόζης σώπαινε. Μόλις πέρασε ἡ ἀνεμοζάλη καί ἡ «φεσάρα» ἀνεσηκώθη, τόλμησε νά πεῖ: «Νά πού τό καράβι πῆρε βόλτα καί δέν ἔγινε ζημιά». Ἄστραψε πάλι ὁ ναύαρχος, κατέβασε τήν φεσάρα καί φώναξε: «Τό ξέρω πώς τό καράβι ἔχει περισσότερο μυαλό ἀπό σένα. Ὅμως ἐγώ δέν σ’ ἔβαλα γιά νά σέ κυβερνάει τό καράβι. Σ’ ἔβαλα νά τό κυβερνᾷς»!
Ἔργα καί τιμές
Ὁ Τζαίημς Ἔμερσον ἐξέδωσε δύο ἀκόμη ἔργα γιά τήν Ἑλλάδα, τίς «Ἐπιστολές ἀπό τό Αἰγαῖο» τό 1829 καί τήν «Ἱστορία τῆς Νεότερης Ἑλλάδος» τό 1830. Ἡ πολιτική σταδιοδρομία του ἦταν πλουσία, ἐνῶ ἐπί Ὄθωνος ἀνεγνωρίσθησαν οἱ ὑπηρεσίες του καί ἐτιμήθη μέ τόν Ἀνώτερο ταξιάρχη τοῦ Τάγματος τοῦ Σωτῆρος καί τό μετάλλιο τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 1821.
Ἔφυγε ἀπό τήν ζωή στίς 6 Μαρτίου 1869 σέ ἡλικία 64 ἐτῶν. Ἦταν νυμφευμένος ἀπό τό 1831 μέ τήν Λετίτια Τέννεντ, θυγατέρα πλουσίου ἐμπόρου ἀπό τό Μπέλφαστ πού πέθανε ἀπό τήν ἐπιδημία χολέρας τό 1832. Μέ βασιλική ἄδεια προσέθεσε τό ἐπώνυμο τῆς συζύγου του στό δικό του. Τεκμήρια τοῦ σημαντικοῦ φιλέλληνος ἔχουν περιέλθει στό ἀρτισύστατο Μουσεῖο τῆς «Ἑταιρείας γιά τόν Ελληνισμό καί Φιλελληνισμό».