ΑΝΑΣΤΑΤΩΣΗ ἔχει προκαλέσει στίς ἀγορές ἡ αἰφνιδιαστική ἀπόφασις τοῦ ΟΠΕΚ νά προχωρήσει σέ μείωση τῆς παραγωγῆς πετρελαίου κατά περισσότερο ἀπό 1 ἑκατομμύριο βαρέλια ἡμερησίως, ἄν καί προηγουμένως διεβεβαίωνε ὅτι θά διετηροῦσε σταθερή τήν προσφορά, πυροδοτῶντας νέους κινδύνους γιά τήν παγκόσμια οἰκονομία.
Πρόκειται γιά μία σημαντική μείωση, σέ μιά ἀγορά ὅπου –παρά τίς πρόσφατες διακυμάνσεις τῶν τιμῶν– ἡ προσφορά ἐφαίνετο περιορισμένη γιά τό τελευταῖο μέρος τοῦ ἔτους. Τά συμβόλαια μελλοντικῆς ἐκπληρώσεως γιά τό πετρέλαιο ἐκτινάχθηκαν ἕως καί 8% στήν Νέα Ὑόρκη, αὐξάνοντας τίς πληθωριστικές πιέσεις πού μπορεῖ νά ἀναγκάσουν τίς κεντρικές τράπεζες σέ ὅλον τόν κόσμο νά διατηρήσουν τά ἐπιτόκια ὑψηλότερα γιά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ἐνῷ ἐκτιμήσεις ἐκτινάσσουν τήν τιμή τοῦ ἀργοῦ στό 100 δολλάρια τό βαρέλι.
Ταυτοχρόνως, τό ἑπόμενο διάστημα ἀναμένονται σημαντικές ἀνατιμήσεις στήν τιμή τῆς ἀμόλυβδης στήν ἑλληνική ἀγορά ἐν ὄψει μάλιστα καί τῆς μεγάλης ἐξόδου ἐκδρομέων γιά τίς ἡμέρες τοῦ Πάσχα.
Ὅπως προβλέπουν παράγοντες τῆς ἀγορᾶς τίς ἑπόμενες ἡμέρες, τά διυλιστήρια ἀναμένεται νά ἀρχίσουν νά περνοῦν στήν ἀγορά τίς αὐξήσεις τῶν διεθνῶν τιμῶν τοῦ ἀργοῦ, ἐνῷ ἡ κορύφωσις τῶν ἀνατιμήσεων ἀναμένεται νά συμπέσει, ὅπως συνήθως συμβαίνει, μέ τήν κλιμάκωση τῆς ζητήσεως καυσίμων γιά τήν πασχαλινή ἔξοδο. Ὅπως ἐκτιμᾶται, ἡ τιμή τῆς ἀμόλυβδης θά φτάσει καί θά ξεπεράσει τά 2 εὐρώ ἀνά λίτρο ὅπως ἤδη συμβαίνει στίς Κυκλάδες, τά Δωδεκάνησα καί τήν Εὐρυτανία.
«Γιά τίς αὐξήσεις στήν τιμή τό Πάσχα θά ἤθελα νά ἤμασταν προσεκτικοί γιατί δύο παράγοντες παίζουν ρόλο. Ἡ μία εἶναι οἱ διεθνεῖς τιμές καί ἡ δεύτερη εἶναι οἱ τιμές τῆς Μεσογείου. Ἄν οἱ τιμές τῆς Μεσογείου γιά λόγους πού ἀφοροῦν τήν συγκεκριμένη ἀγορά, δέν ἀκολουθοῦν τήν ἴδια ταχύτητα, τότε δέν πέφτει σέ μᾶς. Χρειάζεται περισσότερος χρόνος γιά νά μειωθοῦν οἱ τιμές. Ἡ ἀγορά τῆς Μεσογείου ἐπειδή εἶχε σημαντική συμμετοχή τοῦ ρωσσικοῦ πετρελαίου εἶναι πιό ἀπρόβλεπτη» δήλωσε ὁ ἀναπληρωτής ὑπουργός Οἰκονομικῶν Θεόδωρος Σκυλακάκης.
Ἀπό τήν περασμένη ἑβδομάδα, ἡ μέση τιμή στήν Ἑλλάδα ἦταν 7,5% ἀκριβότερη ἀπό τόν μέσον ὅρον στίς χῶρες τῆς Εὐρωζώνης, ἐνῷ στά τέλη τοῦ προηγούμενου ἔτους ἡ διαφορά εἶχε φθάσει καί τό 12% ἀπό τόν μέσον ὅρον τῆς Εὐρωζώνης καί 15% ἀπό τόν μέσον ὅρον στήν ΕΕ τῶν 27.
Μέχρι τόν Μάιο ἀναμένεται νά ἔχει ὁλοκληρωθεῖ καί ἡ ἔρευνα τῆς Ἐπιτροπῆς Ἀνταγωνισμοῦ γιά τά καύσιμα, μέ μορφή κανονιστικῆς παρεμβάσεως. Συμφώνως πρός τήν Ἐπιτροπή, «ἡ Ἑλλάδα συγκαταλέγεται στίς ἀκριβότερες εὐρωπαϊκές χῶρες στίς τιμές τῶν ὑγρῶν καυσίμων πρό φόρων (ἁπλή ἀμόλυβδη βενζίνη καί πετρέλαιο κίνησης), σέ συνδυασμό μέ τήν ὕπαρξη ἀσυμμετρικῆς προσαρμογῆς στή διαμόρφωση τῶν τελικῶν τιμῶν τῶν καυσίμων (τιμές ἀντλίας), ἰδιαίτερα γιά βενζίνη 95 καί πετρέλαιο θέρμανσης, καί αὔξησης τοῦ περιθωρίου κέρδους στά διάφορα στάδια τῆς ἀξιακῆς ἁλυσίδας.»