Μεγαλώνουν οἱ κίνδυνοι γιά τήν οἰκονομία, στά ὕψη ἡ ἀβεβαιότης
ΣΗΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ γιά ὑψηλότερο πληθωρισμό καί χαμηλότερη ἀνάπτυξη ἐκπέμπει ὁ διοικητής τῆς Τραπέζης τῆς Ἑλλάδος Γιάννης Στουρνάρας στήν ἔκθεση γιά τήν Νομισματική Πολιτική, στήν σκιά τοῦ πολέμου στήν Οὐκρανία καί τῶν ἀβεβαιοτήτων πού προκαλοῦνται ἀπό τήν ἐνεργειακή κρίση. Ὁ ρυθμός ἀναπτύξεως τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομίας τό 2022 ἀναθεωρεῖται ἐπί τά χείρω σέ 3,2% ἀπό πρόβλεψη γιά 3,8%, ἐνῶ ὁ πληθωρισμός, βάσει τοῦ ἐναρμονισμένου δείκτου τιμῶν καταναλωτοῦ, ἀναμένεται νά διαμορφωθεῖ σέ 7,6% τό 2022, κυρίως λόγῳ τῆς ἀνοδικῆς πορείας τῶν ἐνεργειακῶν ἀγαθῶν, ἀλλά καί τῶν ἀνατιμήσεων στά εἴδη διατροφῆς.
Μάλιστα, ὅπως ὑπογραμμίζει ἡ ΤτΕ, ὁ ρυθμός μεγεθύνσεως τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομίας μπορεῖ νά ἐπιβραδυνθεῖ περισσότερο σέ περίπτωση περαιτέρω κλιμακώσεως τοῦ πολέμου στήν Οὐκρανία, καθώς αὐτό θά ὁδηγήσει σέ περαιτέρω αὔξηση τῆς ἀβεβαιότητος καί ἰσχυρότερες καί πιό ἐπίμονες πληθωριστικές πιέσεις, νέου κύματος τῆς πανδημίας ἤ χαμηλοῦ ποσοστοῦ ἀπορροφήσεως κονδυλίων τῆς ΕΕ στό πλαίσιο τοῦ Μηχανισμοῦ Ἀνακάμψεως καί Ἀνθεκτικότητος.
Ἡ βασικότερη πρόκλησις πού καλεῖται νά ἀντιμετωπίσει ἡ ἑλληνική οἰκονομία εἶναι ἡ συνέχιση τῆς δυναμικῆς ἀνακάμψεως, πού ξεκίνησε τό 2021, σέ ἕνα δυσμενές διεθνές περιβάλλον. Ἡ πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ, ἡ ἐνεργειακή κρίσις, ἡ ἁλματώδης ἄνοδος τοῦ πληθωρισμοῦ καί ἡ αὔξησις τῆς ἀβεβαιότης ἐπιτείνουν σημαντικά κάποια ἀπό τά προβλήματα πού ἀντιμετώπιζε ἡ ἑλληνική οἰκονομία μετά τήν δεκαετῆ κρίση χρέους καί τά ὁποῖα μποροῦν νά ἐπιδράσουν ἀρνητικά στίς βραχυπρόθεσμες ἀλλά καί στίς μακροπρόθεσμες προοπτικές τῆς οἰκονομίας.
Γιά παράδειγμα, τά ἀναγκαῖα δημοσιονομικά μέτρα στηρίξεως τῶν ἐπιχειρήσεων καί τῶν εὐάλωτων ὁμάδων τοῦ πληθυσμοῦ ἐπιβραδύνουν τήν μείωση τῶν δημοσιονομικῶν ἐλλειμμάτων, παρά τήν ταχύτερη τῆς ἀναμενόμενης ἀποκλιμάκωση τοῦ λόγου χρέους πρός ΑΕΠ. Ἡ μεγάλη ἐξάρτησις τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομίας ἀπό τά εἰσαγόμενα ἀγαθά καί ὑπηρεσίες ὁδηγεῖ σέ ἐπιδείνωση τοῦ ἰσοζυγίου τρεχουσῶν συναλλαγῶν. Ἡ ἐπιβράδυνσις τῆς μειώσεως τῶν ἐλλειμμάτων ἐνέχει τόν κίνδυνο νά κλονιστεῖ ἡ ἐμπιστοσύνη τῶν ἀγορῶν στή δέσμευση τῆς δημοσιονομικῆς πολιτικῆς γιά προσωρινές καί ὄχι μόνιμες παρεμβάσεις δημοσιονομικῆς χαλαρώσεως καί κατ’ ἐπέκτασιν γιά ἐπιστροφή σέ πρωτογενῆ πλεονάσματα. Κάτι τέτοιο θά μποροῦσε νά διαταράξει τήν πτωτική πορεία τοῦ λόγου δημόσιου χρέους πρός ΑΕΠ καί, σέ συνδυασμό μέ τή δυσμενῆ διεθνῆ συγκυρία, νά μεταθέσει χρονικά τήν ἀναβάθμιση τῆς πιστοληπτικῆς ἀξιολογήσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου στήν ἐπενδυτική βαθμίδα. Σ’ αὐτήν τήν περίπτωση, ὅπως ἤδη φαίνεται, θά μποροῦσαν νά ἀσκηθοῦν σημαντικές ἀνοδικές πιέσεις στό κόστος δανεισμοῦ τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου. Πέρα ἀπό τά προβλήματα πού σχετίζονται μέ τήν ἀρνητική διεθνῆ οἰκονομική συγκυρία, ἐξακολουθοῦν νά ὑφίστανται οἱ δομικές ἀδυναμίες τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομίας πού ὁδηγοῦν σέ χαμηλή διαρθρωτική ἀνταγωνιστικότητα. Ἐνδεικτικῶς, ἡ ἀπονομή τῆς δικαιοσύνης παραμένει ἀργή, ἡ ἀποτελεσματικότης τοῦ δημοσίου τομέως εἶναι ἀκόμη χαμηλή καί ὁ ψηφιακός μετασχηματισμός τῆς οἰκονομίας ὑπολείπεται συγκριτικῶς πρός τούς Εὐρωπαίους ἑταίρους.