Πρότασις-ἔκπληξις ἀπό τό γερμανικό Κοινοβούλιο
Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ὑπηρεσία τῆς γερμανικῆς Βουλῆς παραδέχεται ὅτι εἶναι ἀνοικτό τό θέμα τῶν γερμανικῶν ἀποζημιώσεων, ὕψους 8,2 δισ. δολλαρίων πρός τήν Ἑλλάδα, καθώς καί αὐτό τοῦ κατοχικοῦ δανείου. Εἰδικώτερα ἡ ὑπηρεσία ἐκφράζει τήν ἄποψη, ὅτι ἐπί τῆ βάσει τοῦ διεθνοῦς δικαίου δέν μπορεῖ νά τεκμηριωθεῖ ὅτι τά ἑλληνικά αἰτήματα ἔχουν παραγραφεῖ. Τό πόρισμα πού ἐξεδόθη ἀμφιβάλλει ἐπίσης γιά τήν ὀρθότητα τῆς ἀπόψεως, ὅτι λόγω ὑπογραφῆς τῆς «Συνθήκης δύο σύν Τέσσερεις» τοῦ 1990 (γερμανική ἑνοποίησις) δέν ὑφίσταται πλέον τό ζήτημα τῶν ἑλληνικῶν ἀξιώσεων. Προστίθεται ὅτι δεδομένου πώς ἡ Ἑλλάς δέν συμμετεῖχε στήν σύναψη αὐτῆς τῆς Συνθήκης δέν προκύπτουν γιά αὐτήν οὔτε ὑποχρεώσεις οὔτε δικαιώματα. Συνεπῶς, ἀκόμη καί ἄν τό ζήτημα τῶν ἐπανορθώσεων δέν ἀναφέρεται στήν Συνθήκη αὐτή, μέ τήν ὁποία ὁριστικοποιήθηκε τό τελικό μεταπολεμικό καθεστώς τῆς Γερμανίας, δέν σημαίνει ὅτι τό θέμα δέν ὑφίσταται.
Τήν θέση αὐτή ἔσπευσε νά ἀμφισβητήσει ἡ γερμανική κυβέρνησις. Τό ζήτημα τῶν γερμανικῶν ἀποζημιώσεων ἔχει πολιτικά καί νομικά ὁριστικά διευθετηθεῖ, ἐπανέλαβε στό Βερολῖνο ἡ ἀναπληρώτρια κυβερνητική ἐκπρόσωπος Οὐλρίκε Ντέμερ, ἀπαντώντας σέ σχετική ἐρώτηση τῆς Deutsche Welle πού ἐτέθη ἐξ ἀφορμῆς τοῦ πορίσματος τῆς ἐπιστημονικῆς ὑπηρεσίας.
Πέραν αὐτοῦ, ἡ ἐπιστημονική ἐπιτροπή τῆς γερμανικῆς Βουλῆς ἐπισημαίνει ὅτι ἡ Ἑλλάς οὐδέποτε παρητήθη ἀπό τίς ἀξιώσεις της –οὔτε διά δηλώσεώς της ἀλλά καί οὔτε σιωπηρά. Ἡ ἔκθεσις ἀναφέρει τίς κατά καιρούς ρηματικές διακοινώσεις τῶν ἑλληνικῶν Κυβερνήσεων, μέ τίς ὁποῖες καθιστοῦσαν σαφές ὅτι τό ζήτημα τῶν ἐπανορθώσεων παραμένει ἀνοικτό καί ὅτι θά πρέπει νά ἐπιλυθεῖ. Ἡ τελευταία ρηματική διακοίνωσις ἔγινε μόλις προσφάτως. Μάλιστα, ἡ ἐπιστημονική ὑπηρεσία, προκειμένου νά ὑπάρξει «νομική σαφήνεια», προτείνει ὅπως ἡ Γερμανία καί ἡ Ἑλλάς νά ἀποταθοῦν στό Διεθνές Δικαστήριο τῆς Χάγης. Ἕνα τέτοιο βῆμα προϋποθέτει ὅμως τήν σύμφωνη γνώμη καί τῆς Γερμανίας, πρᾶγμα πού ἀπορρίπτει ἡ γερμανική κυβέρνησις.
Σέ ἐπερώτηση ἐξ ἄλλου τῆς ἀντιπροέδρου τοῦ κόμματος «Ἡ Ἀριστερά» Χάικε Χένσελ, ἡ γνωμοδότησις καταλήγει στό συμπέρασμα, ὅτι «ἡ θέσις τῆς ὁμοσπονδιακῆς κυβερνήσεως εἶναι βάσιμη ἀπό τήν ἄποψη τοῦ Διεθνοῦς Δικαίου, ἀλλά σέ καμμία περίπτωση δέν εἶναι δεσμευτική».
Ἡ ἐπερώτησις τῆς βουλευτοῦ ἀφοροῦσε καί στίς ἀξιώσεις τῆς Πολωνίας γιά ἐπανορθώσεις. Γιά αὐτήν τήν περίπτωση οἱ ἐμπειρογνώμονες τῆς Βουλῆς καταλήγουν στό συμπέρασμα πώς ἐπί τοῦ πολωνικοῦ αἰτήματος «δέν μπορεῖ νά διατυπωθεῖ ἔγκυρη νομική ἐπιχειρηματολογία». Τό σκεπτικό ἀναφέρει ὅτι σέ ἀντίθεση μέ τήν Ἑλλάδα ἡ Πολωνία δήλωσε δύο φορές ἐπισήμως, τό 1953 καί τό 1970, πώς δέν παραιτεῖται τῶν ἀποζημιώσεων. Ἀντιδρώντας ὅμως ἐν συνεχεία ὁ ἐντεταλμένος ἐκπρόσωπος τῆς πολωνικῆς κυβερνήσεως Ἀρκάντιους Μουλάρτσυκ, διετύπωσε διαφορετική ἄποψη. Συμφώνως πρός τό Γερμανικό Πρακτορεῖο Εἰδήσεων, ἀναφερόμενος στό πόρισμα τῆς ἐπιστημονικῆς ἐπιτροπῆς, ὁ Πολωνός ἐκπρόσωπος ὑπεστήριξε πώς δέν ὑπάρχει κανένα ἔγγραφο ἀπό τό ὁποῖο νά προκύπτει ὅτι ἡ Πολωνία δέν ἐπιθυμεῖ ἀποζημιώσεις. «Ἄν οἱ Γερμανοί ἔχουν ἕνα τέτοιο ἔγγραφο, θά πρέπει νά τό δείξουν» δήλωσε ὁ κ. Μουλάρτσυκ. Παραλλήλως διετύπωσε τήν κατηγορία, ὅτι μέ τό πόρισμα «οἱ ἐμπειρογνώμονες προσπαθοῦν κατά κάποιο τρόπο νά διαφοροποιήσουν τά ζητήματα Πολωνίας καί Ἑλλάδος» ὅσον ἀφορᾶ τίς ἀπαιτήσεις πολεμικῶν ἐπανορθώσεων.