Συγκίνησις σέ ὅλο τό ἀκροατήριο τῆς δίκης
ΠΡΩΤΟΓΝΩΡΕΣ σκηνές διεδραματίσθησαν χθές στήν αἴθουσα ὅπου ἐξελίσσεται ἡ δίκη γιά τήν τραγωδία στό Μάτι. Ὅλο τό ἀκροατήριο ἔκλαιγε καί χειροκροτοῦσε ὄρθιο εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ ἀκούγοντας τήν κατάθεση τῆς Βαρβάρας Βουκάκη πού ἔχασε τόν ἄνδρα καί τά δύο παιδιά της στήν φωτιά. Ἡ ἄτυχη γυναῖκα μίλησε γιά «ἐγκληματικές παραλείψεις καί τραγικά λάθη ὅλων τῶν κατηγορουμένων» λέγοντας πώς θά ἤθελε νά ἦταν μαζί μέ τήν οἰκογένειά της ἐκεῖνο τό ἀπόγευμα πού ἄλλαξε γιά πάντα τήν ζωή της καί ὅτι «σήμερα θά ἤθελα νά περιμένω τά παιδιά μου νά γυρίσουν ἀπό τό σχολεῖο καί ὄχι νά εἶμαι ἐδῶ.» Ἄρχισε τήν κατάθεσή της σάν νά ἦταν μνημόσυνο, ἀναφέροντας τά ὀνόματα τῶν νεκρῶν, τῆς Ἐβίτας, τοῦ Ἀνδρέα καί τοῦ Γρηγόρη. Ἡ μάρτυς εἶπε πώς παρά τήν καθησυχαστική συζήτηση πού εἶχε μέ τόν σύζυγό της ὅταν ξέσπασε ἡ πυρκαϊά, ἐπέμενε νά τοῦ τηλεφωνεῖ γιά νά μαθαίνει τί συνέβαινε. Ἀλλά στίς ἕξι τό ἀπόγευμα τήν κάλεσε καί ἦταν τρομοκρατημένος, γιατί ἡ φωτιά πλησίαζε ἀπειλητικῶς. Ὁ πατέρας πῆρε τά παιδιά, καί προσπάθησαν νά διαφύγουν πρός τήν θάλασσα. Κάποια στιγμή μίλησε μέ τόν υἱό της πού φοβισμένος τῆς ἔλεγε ὅτι ἀκούει ἐκρήξεις. «Φοβᾶμαι μαμά μου!» μοῦ εἶπε. Τοῦ εἶπα ὅτι προσπαθῶ νά ἔρθω νά τούς βρῶ. Μοῦ λέει «ἐσύ νά μήν ἔρθεις, θά ἔρθουμε ἐμεῖς.» «Ἦταν φοβισμένος, κι ἐγώ δέν ἤμουν ἐκεῖ. Νά τοῦ κρατήσω τό χέρι νά τοῦ πῶ ὅτι ὅλα θά πᾶνε καλά.»
Ἡ γυναῖκα πού ὅσο κατέθετε ἠκούγοντο λυγμοί μέσα στό δικαστήριο, εἶπε πώς συνέχισε νά προσπαθεῖ νά φθάσει στούς δικούς της, καί ὅτι γύρω στίς 18.30 τό ἀπόγευμα βρῆκε στό τηλέφωνο τόν ἄντρα της. «Οὔρλιαζε: “Καιγόμαστε! Δέν τό καταλαβαίνεις; Ποῦ νά ἔρθεις νά μᾶς βρεῖς!”. Ὁ Γρηγόρης μου ἔκανε ὅ,τι ἦταν δυνατό γιά νά σώσει τά παιδιά μας. Δέν μπορεῖ νά ἦταν οἱ δικοί μου. Ὄχι τά δικά μου τά παιδιά, ὄχι ὁ ἄντρας μου. Ὄχι ἔτσι…».
Οἱ ἀστυνομικοί τήν σταμάτησαν καί τῆς εἶπαν ὅτι δέν μπορεῖ νά συνεχίσει· ἔχουν καεῖ τά πάντα. Πανικοβλημένη κατέβηκε στόν παραλιακό δρόμο στό Μάτι καί εἶδε τήν καταστροφή καί τούς ἀνθρώπους νά ἀναζητοῦν τούς δικούς τους. «Φτάσαμε στό σημεῖο πού ἦταν τά αὐτοκίνητα τό ἕνα πάνω στό ἄλλο. Χαμός. Εἶχε μέσα ἀπανθρακωμένους ἀνθρώπους. Ποῦ ἦταν οἱ δικοί μου ἄνθρωποι; Θά τούς εὕρισκα ἔτσι; Βλέπω τό ἁμάξι τοῦ συζύγου μου παρατημένο. Λέω, ὄχι ἐδῶ ὁ ἄνδρας μου καί τά παιδιά μου! Γιατί ἔχει παρατήσει τό ἁμάξι ἀνοιχτό; Τί τόν ἀνάγκασε; Δέν ἤξερα. Φώναζα τά ὀνόματά τους. Ποιός νά ἀπαντήσει; Τί νά ἀπαντήσει;» ἀνέφερε.
Ψάχνοντας στήν παραλία μιά λιμενικός τῆς ἔδειξε μιά φωτογραφία πού ταίριαζε μέ τήν περιγραφή τῆς μικρῆς κόρης της. Δυστυχῶς εἶδε στό κινητό τό μπλουζάκι πού φοροῦσε ἡ Ἐβίτα καί τό καμένο σῶμα της. Συνέχισε ὅμως νά ψάχνει γιά τούς ἄλλους δύο καί τούς ἀναζητοῦσε στόν κόσμο πού κατέβαινε ἀπό τίς βάρκες. Τῆς εἶπαν ὅτι εἶχαν χάσει πολλοί τήν ζωή τους στό οἰκόπεδο Φράγκου, δίπλα στό αὐτοκίνητο τοῦ ἄνδρα της. Οἱ ἀστυνομικοί δέν τήν ἄφησαν νά μπεῖ μέσα, καί ἄρχισε ἡ διαδικασία ἀναγνωρίσεως στό Σχιστό καί στοῦ Γουδῆ. «Κάποια στιγμή μέ εἰδοποίησαν ἀπό τήν ἰατροδικαστική ὑπηρεσία νά δώσω dna γιά νά γίνει ἡ ἐπίσημη ταυτοποίηση γιά τήν Ἐβίτα. Ζήτησα νά τήν δῶ. Μοῦ τό ἐπέτρεψαν. Τά χεράκια της, τά δαχτυλάκια της. Ἤξερα γιά τόν ἄντρα μου, ἀλλά εὐχόμουν γιά τόν Ἀντρέα μου. Μέχρι τελευταία στιγμή ἤλπιζα ἀκόμα. Μέ ἐνημέρωσαν ὅτι ταυτοποιήθηκε καί ὁ Ἀντρέας μου.»