2 στούς 3 Ἕλληνες δηλώνουν πώς δέν μποροῦν νά καλύψουν τίς ἀνάγκες τους – Διπλάσιο ποσοστό καί ἀπό τήν Βουλγαρία! – Ἡ σταθερότης παράγει φτώχεια – Μετά τόν ΟΟΣΑ ἀποκαλυπτήρια καί ἀπό τίς Βρυξέλλες
ΕΙΧΕ ΛΕΧΘΕΙ καί κατά τό παρελθόν ὅτι στήν Ἑλλάδα συμβαίνει νά εὐημεροῦν οἱ ἀριθμοί, ἀλλά νά δυστυχοῦν οἱ ἄνθρωποι. Καί ἴσως εἶναι ἀπό τά πράγματα πού δέν ἀλλάζουν, καθώς ἡ ἴδια κατάστασις ἰσχύει καί σήμερα.
Καί βεβαίως ἀναφερόμεθα στούς ἀριθμούς πού δημοσιοποιοῦν οἱ ἑλληνικές κυβερνήσεις. Διότι ὅταν ἔρχονται οἱ ἐκτιμήσεις ἀπό τό ἐξωτερικό, ἡ κατάστασις διαφοροποιεῖται. Οἱ ἀριθμοί τοῦ ΟΟΣΑ καί τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως ταυτίζονται ὡς ἐπί τό πλεῖστον μέ τό ἀποτύπωμα πού ἀφήνει ἡ κρατοῦσα οἰκονομική κατάστασις στίς τσέπες τῶν πολιτῶν.
Ἔτσι, ἡ ἀποτίμησις τοῦ 2023 ἀπό τήν Eurostat τοποθετεῖ τήν Ἑλλάδα τελευταία, ὅσον ἀφορᾶ τήν εὐημερία τῶν πολιτῶν της, διαψεύδοντας τίς κατά καιρούς θριαμβολογίες τῆς Κυβερνήσεως γιά τά οἰκονομικά ἐπιτεύγματά της. Ὅποια καί ἄν εἶναι αὐτά, ὅ,τι καί ἄν ἐννοοῦν οἱ ἐκπρόσωποί της, γεγονός εἶναι ὅτι 2 στούς 3
Ἕλληνες δηλώνουν ὅτι δέν μποροῦν νά καλύψουν τίς ἀνάγκες τους. Πρόκειται, σύμφωνα πάντα μέ τήν Eurostat, γιά ποσοστό διπλάσιο ἀπό αὐτό τῆς Βουλγαρίας, πού εἶναι ἡ ἀμέσως ἑπομένη χώρα στήν κατάταξη ὅσον ἀφορᾶ τήν φτώχεια. Ἰδιαίτερα μάλιστα, προκειμένου περί προσώπων χαμηλοῦ μορφωτικοῦ ἐπιπέδου, τό ποσοστό αὐτό τῶν ὑποκειμενικά εὑρισκομένων κάτω ἀπό τό ἐπίπεδο τῆς φτώχειας ἐκτινάσσεται πάνω ἀπό τό 80%.
Ἀναφέρει σχετικῶς ἡ ἔκθεσις τῆς Eurostat:
«Μεταξύ τῶν χωρῶν τῆς ΕΕ, μέ 81,8%, ἡ Ἑλλάδα εἶχε τό ὑψηλότερο ποσοστό ἀτόμων μέ χαμηλό μορφωτικό ἐπίπεδο πού θεωροῦνταν ὑποκειμενικά φτωχοί.
Ἀκολούθησαν ἡ Βουλγαρία (60,5%) καί ἡ Σλοβακία (58,4%). Τά χαμηλότερα νούμερα καταγράφηκαν στή Φινλανδία (7,9%), στήν Ὁλλανδία (11,7%) καί στό Λουξεμβοῦργο (12,3%)».
Καί τοῦτο ὅταν ὁ ἀντίστοιχος μέσος ὅρος στό σύνολον τῶν κρατῶν μελῶν τῆς ΕΕ ἦταν 28,8%. Σχετικῶς ἡ Eurostat ἀναφέρει: «Τό 2023, σχεδόν τό ἕνα τρίτο (28,8%) τοῦ πληθυσμοῦ τῆς ΕΕ μέ χαμηλό ἐπίπεδο ἐκπαιδεύσεως (International Standard Classification of Education [ISCED], ἐπίπεδα 0-2) θεωρήθηκε ὑποκειμενικά φτωχός, ἀπό 29,5% τό 2022. Τό ποσοστό ἦταν πάνω ἀπό 3 φορές χαμηλότερο στό 9,4% (9,2% τό 2022) μεταξύ τῶν ἀτόμων μέ ὑψηλό ἐπίπεδο ἐκπαιδεύσεως, ἐνῷ τό μερίδιο γιά τά ἄτομα μέ μέσο ἐπίπεδο ἐκπαιδεύσεως ἦταν 18,5% (18,0% τό 2022). Οἱ περισσότερες χῶρες τῆς ΕΕ ἀνέφεραν σημαντικές διαφορές μεταξύ ὁμάδων πληθυσμοῦ μέ ὑψηλή καί χαμηλή ἐκπαίδευση. Ἡ διαφορά ἦταν τοὐλάχιστον 20 ποσοστιαῖες μονάδες (pp) σέ 11 χῶρες. Οἱ πιό ἀξιοσημείωτες διαφορές ἦταν στή Βουλγαρία (43,9 π.μ.), τή Σλοβακία (43,2 π.μ.) καί τήν Οὑγγαρία (37,8 π.μ.), μέ τίς χαμηλότερες στή Φινλανδία (3,3 π.μ.), τήν Ὁλλανδία (7,3 π.μ.) καί τήν Σουηδία (7,7 π.μ.)».
Ἀναδεικνύεται ἀπό τίς καταγραφές αὐτές μιά μεγάλη κοινωνική ἀνισότης, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ θρυαλλίδα γιά τήν ἐν γένει οἰκονομική κατάσταση, κάτι πού γιά τήν Ἑλλάδα προσλαμβάνει πλέον ἀνησυχητικές διαστάσεις δεδομένου ὅτι οἱ προσπάθειες γιά διατήρηση δημοσιονομικῆς σταθερότητος μακροπροθέσμως ὑπονομεύουν τήν βιωσιμότητα τῆς οἰκονομίας. Κατ’ ἀρχήν τά φορολογικά ἔσοδα πού ἀντιστοιχοῦν περίπου στό 40% τοῦ ΑΕΠ σήμερα, εἶναι 6 μονάδες πάνω ἀπό τόν μέσον ὅρον τοῦ ΟΟΣΑ. Ὅμως ἡ διάρθρωσίς τους μέ τούς ἐμμέσους φόρους νά φέρνουν διπλάσια ἔσοδα ἀπό τούς ἀμέσους προσιδιάζει σέ μιά ὑπανάπτυκτη χώρα, ὄχι σέ ἕνα ἀνεπτυγμένο μέλος τοῦ ΟΟΣΑ. Καί τοῦτο εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν προσπαθειῶν γιά σταθερότητα, ἀλλά ἐν τέλει δημιουργοῦν περισσότερη κοινωνική ἀνισότητα καί ἀδικία, ἐντείνοντας τούς φόβους ὅσον ἀφορᾶ τήν διατηρησιμότητα τῆς σημερινῆς καταστάσεως.
Παρά ταῦτα ἡ Κυβέρνησις ἐπιμένει νά προβάλλει μιάν εἰκόνα εὐημερίας, μέ τόν ὑπουργό Ἐπικρατείας Ἄκη Σκέρτσο νά ὑποστηρίζει ὅτι στά βασικά οἰκονομικά μεγέθη, «ἡ Ἑλλάδα σημειώνει κάποιες ἀξιοσημείωτες καί ἀναμφισβήτητες ἐπιδόσεις –μέ βάση πάντα τούς εὐρωπαϊκούς δεῖκτες– πού δημιουργοῦν βάσιμες ἐλπίδες ὅτι γιά πρώτη φορά ἐδῶ καί 15 χρόνια πατᾶμε σέ στέρεες βάσεις γιά νά κάνουμε τό ἅλμα πού εἶναι ἀναγκαῖο.»
Ἄν καί ὁ ἴδιος ἀναγνωρίζει ὁ πολίτης δέν ἔχει δεῖ στήν καθημερινότητα βελτιώσεις, ἀποδίδει τήν ὑστέρηση αὐτή σέ συγκυρίες. Δηλώνει συγκεκριμένα: «Καί, ναί, πρώτη ἡ κυβέρνηση ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ καλή πορεία τῆς ἐθνικῆς οἰκονομίας τά τελευταῖα χρόνια δέν ἔχει γίνει ἀκόμη καθημερινό βίωμα γιά πολλά νοικοκυριά. Κι αὐτό παρ’ ὅτι ὑπάρχουν, πλέον, πολύ περισσότερες δουλειές, ἐπενδύσεις ἀλλά καί αὐξήσεις στά εἰσοδήματα. Ἡ συγκυρία τοῦ διεθνοῦς καί ἐγχώριου πληθωριστικοῦ κύματος –πού πλέον ὅμως ὑποχωρεῖ– ἀφαίρεσε ἕνα σημαντικό κομμάτι αὐτῶν τῶν αὐξήσεων».
Τό ζήτημα εἶναι ὅτι, ὅπως προκύπτει ἀπό τίς ἐκτιμήσεις τοῦ ΟΟΣΑ καί τῆς Eurostat, ἡ εὐημερία τήν ὁποία εὐαγγελίζεται ἡ Κυβέρνησις μπορεῖ νά μήν διαρκέσει ἀρκετά, ὥστε νά ἐπωφεληθοῦν ἀπό αὐτήν καί οἱ πολῖτες…