Ὅλοι μιλᾶνε γιά τήν διαφθορά, ἀλλά ὄχι γιά τήν δική τους – Τό δίλημμα δέν εἶναι τό «νόμιμο» ἤ τό «ἠθικό», ἀλλά τί μποροῦμε νά κάνουμε ἀτιμωρητί – Ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς μεταπολιτευτικῆς Ἑλλάδος ἡ δημοκρατικῶς νομιμοποιημένη διαφθορά
ΠΟΙΟΣ ΑΡΑΓΕ γράφει τήν Ἱστορία τῆς Ἑλλάδας. Ἡ κυβέρνηση, τά κόμματα, οἱ πολιτικές πλειοψηφίες, οἱ δυναμικές μειοψηφίες, ἡ συγκυρία, ἡ ἐπιστήμη καί ἡ τεχνολογία, οἱ μεγαλοφυΐες, ὁ πολιτισμός, ὁ [πάντοτε ἀπροσδιόριστος κι ἀόρατος] ἐξωτερικός «παράγοντας» ἤ μήπως ἡ βία, ὡς διαχρονική μαμμή της;
- Τοῦ Γιάννη Πανούση*
Μερικοί ταυτίζουν τό [πολλάκις] σκληρό πρόσωπο τῆς Ἱστορίας μέ τίς ἰδεοληπτικές φαντασιώσεις τους γιά τόν ρόλο τους. Ἄλλοι πιστεύουν ὅτι ἡ θρησκεία [ἴσως καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός] παρεμβαίνουν πάντοτε ὑπέρ τῆς διάσωσης τοῦ περιούσιου λαοῦ, συγχωρῶντας σφάλματα καί παρεκκλίσεις.
Ὁρισμένοι ὑποστηρίζουν ἕναν ἰδιόρρυθμο «κυνικό ἰδεαλισμό», μέσῳ τοῦ ὁποίου συμψηφίζουν τίς προσωπικές ἐνοχές μέ τά λάθη τῆς ἐξουσίας. Μολονότι δέν ἀναγνωρίζεται κάποιο «δικαίωμα στήν ἀτιμία» [Ντοστογιέφσκι, Δαιμονισμένοι] καί μολονότι ἡ ὑποχρέωση τῆς ντροπῆς θά ἔπρεπε νά εἶναι ἠθική σημαία τῶν πολιτικῶν, οἱ ἑκάστοτε κυβερνῶντες προτιμοῦν νά «λιπαίνουν» τήν Ἱστορία ἄλλοτε μέ ψέμα κι ἄλλοτε μέ αἷμα. Τά ψευδο-οράματα καί οἱ δολοφονίες χαρακτήρων καλοῦνται νά ξεγελάσουν τόν χρόνο καί νά κρύψουν τόν φόβο τῆς ἀποκάλυψης. Ἀντί νά ἐπιλέξουν τήν γλῶσσα τῆς εἰλικρίνειας καί τήν στάση τῆς ἐντιμότητας ἐπιχειροῦν νά καταγραφοῦν ὡς ἐκπρόσωποι τοῦ ἱστορικοῦ προτσές [sic]. Κάτι σάν πεπρωμένο δικαίωσης πασῶν τῶν γενεῶν.
Ἡ Ἱστορία «εἶναι πανούργα», ἐπισημαίνει ὁ Κωνσταντῖνος Τσουκαλᾶς, κι ἔτσι ἐκεῖνοι πού δηλώνουν ἀφελῶς ὅτι σήμερα βρίσκονται στήν σωστή πλευρά της πολύ γρήγορα, ἴσως ν’ ἀναγκαστοῦν νά ὁμολογήσουν ὅτι ἔπεσαν ἔξω [ἰδίως ἄν τά γεγονότα τούς ἔχουν πετάξει ἐκτός πολιτικοῦ κάδρου.] Ἐπειδή ἔχει ὑπογραμμιστεῖ ὅτι «ἡ Ἱστορία πάντα κόβει τά κεφάλια τῶν προφητικῶν προβλέψεων» οἱ πάσης φύσεως καί προέλευσης μάντεις καλά θά κάνουν νά προσέχουν τί λένε καί τί ὑπόσχονται σ’ ἕναν λαό, ὁ ὁποῖος συχνά λειτουργεῖ καί σάν ὄχλος ἀπέναντι στούς παραμυθατζῆδες.
Ἡ Δημοκρατία, ὡς Δῆμος [λαός], ὡς Κράτος [ἰσχύς], ὡς πολλοί καί πλείονες ἀποφασίζοντες, ὡς μικρο-δημοκρατία καί ὡς μακρο-δημοκρατία, δέν ἀναφέρεται σέ μία φανταστική κοινωνία, ἀλλά σ’ ἕνα πολιτικό σύστημα πού λειτουργεῖ μέ βάση τίς ἀρχές τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἰσότητας καί πού ἔχει ὡς στόχο τόν σεβασμό τῶν δικαιωμάτων ὅλων. Ἡ Δημοκρατία εἶναι μέν τό Πολίτευμα τῆς αἰσιοδοξίας, ὅμως γιά νά ἐπιβιώσει χρειάζεται νά μποῦν ὅρια καί κανόνες. Ἀκόμα κι ἄν ἡ Δημοκρατία ἐκλαμβάνεται ἀπό πολλούς ὡς «μία διακυβέρνηση ἄναρχη», μέ τήν ἔννοια τῆς μή ὕπαρξης φυσικῶν/κοινωνικῶν προαπαιτούμενων, τοῦτο δέν σημαίνει ὅτι δέν συντρέχει συχνά ὁ κίνδυνος μία διεφθαρμένη κοινωνία νά δημιουργήσει ὅρους «ἐγκληματικῆς Δημοκρατίας». Ἡ ἀπουσία κανόνων καί ὁρίων σέ κάθε κοινωνία δέν παράγει τόν «δημοκρατικό ἄνθρωπο», οὔτε προωθεῖ «τήν ἰσότητα τῶν καταστάσεων» [Τοκβίλ], ἀλλά δημιουργεῖ ὅρους συνεχῶν ρήξεων.
Ἡ οὐσία τῆς Δημοκρατίας δέν συναρτᾶται μέ πανοπτικές ἐξουσίες καί ἠλεκτρονικά μάτια, ἀλλά μέ τήν ἐμπιστοσύνη στίς κοινωνικές δυνάμεις πού διεκδικοῦν θετικές ἐλευθερίες [οἱ ὁποῖες ὑπερβαίνουν τόν περιχαρακωμένο φιλελευθερισμό] καί οἱ ὁποῖες κατοχυρώνουν τό κοινωνικοπολιτισμικό κεκτημένο, δηλαδή τό minimum ἀξιοπρέπειας κάθε ἀνθρώπου, ὡς κόκκινη γραμμή πέραν τῆς ὁποίας ἡ Πολιτεία ἀδυνατεῖ νά ἐπιβάλλει τήν ὑποχρέωση ὑποταγῆς.
Ἡ παγκοσμιοποίηση, ἡ διαφθορά, ἡ κρίση τῶν θεσμῶν, ἡ ἀγοραιοποίηση τῆς κοινωνίας μεταλλάσσουν τήν φύση τῆς Δημοκρατίας καί διαμορφώνουν ὅρους διολίσθησης σέ καταστάσεις ὑπονόμευσης τῆς ἰσοελευθερίας καί συρρίκνωσης τῶν δικαιωμάτων. Ἡ συναινετική Δημοκρατία δίνει τήν θέση της σέ διαδικασίες «μίσους κατά τοῦ ἐχθροῦ», καθώς τό ἠθικολογικό κλῖμα καταρρέει, μέ συνέπεια οἱ πολῖτες οὔτε νά μοιράζονται τίς ἴδιες ἀξίες οὔτε νά συμμετέχουν στά κοινά.
Ἡ νομοθεσία τῆς κρίσης καί ἡ σύνδεση τοῦ Δικαίου τῆς Ἀνάγκης μέ τό Ποινικό δίκαιο δέν πρέπει νά ὁδηγεῖ σέ «μεταφορά δυνάμεων» ἀπό τούς θεσμούς τῆς Δημοκρατίας στούς μηχανισμούς καταστολῆς.
Δυστυχῶς ἡ κοινωνική διαχείριση τῆς φτώχειας ἀπέτυχε κι ἀντικαταστάθηκε ἀπό τήν ποινικοσωφρονιστική διαχείριση τῆς ἀνασφάλειας καί τῆς μηδενικῆς ἀνοχῆς ἀπέναντι «στούς χαμένους καί τούς ἐκτός».
Οἱ κυβερνῶντες λειτουργοῦν συνήθως ὡς διαχειριστές, ὡς ἐπιδιαιτητές πού ἐπιβραβεύουν τήν «ἠθική τῶν πετυχημένων», ἀδιαφορῶντας γιά τό ἀξιοπρεπῶς ζῆν τῶν ἄλλων.
Τό Κράτος φαίνεται σάν νά ἔχει ἁλωθεῖ ἐκ τῶν ἔξω καί ἡ κοινωνία ἐκ τῶν ἔνδον. Καλλιεργεῖται ἔτσι μία ἀπαισιοδοξία τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος ἀρχίζει νά «κοιτάζει ἀλλοῦ» γιά νά βρεῖ λύση. Αὐτό τό «ἀλλοῦ» συνιστᾶ τόν μεγαλύτερο κίνδυνο, δημαγωγίας, λαϊκισμοῦ καί ἐμφάνισης ἀκραίων ἀντιδημοκρατικῶν πολιτικῶν [;] μορφωμάτων.
Ἀπό τήν ἄλλη ἡ κοινωνική συμφιλίωση, μέ ὅρους πλουραλιστικῆς Δημοκρατίας, προϋποθέτει καί ἀπαιτεῖ ἐλεύθερους πολῖτες μέ πλήρη δικαιώματα καί θεσμικούς μηχανισμούς ἀποτροπῆς ὁριστικῶν ρήξεων μεταξύ ἀτόμων μέ διαφορετικές ἀπόψεις. Πολιτική καί κοινωνική Δημοκρατία πρέπει νά συνοδοιποροῦν, ὥστε ν’ ἀποφεύγονται μορφές «τυραννίας τῆς πλειοψηφίας».
Ἡ σκεπτικιστική Δημοκρατία τραυματίζεται συνεχῶς, ἀπονομιμοποιεῖται καί μοιάζει νά μή διαθέτει πλέον τήν ἀναγκαία συναίνεση [ἀφοῦ διαπραγματεύεται τήν ἀξία της ἀκόμα καί μέ τούς δηλωμένους ἐχθρούς της.]
Κρίση νομιμοποίησης-κρίση ἐξουσίας-κρίση Δημοκρατίας καταλήγουν σέ διάσπαση τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς, ἐνῷ ἡ ἰδεολογική λειτουργία τοῦ δικαίου ὑποχωρεῖ ἐνώπιον τῆς καταναγκαστικῆς.
Ἄν ἔτσι πᾶνε τά πράγματα, ὄχι μόνον οἱ ἐλπίζοντες στήν παλινόρθωση τῆς Βασιλείας ἤ στά νέα τάγματα ἐφόδου, ἀλλά καί οἱ ὑπέρμαχοι μορφῶν Τυραννίας καί διάφορων ὁλοκληρωτισμῶν, μπορεῖ νά βροῦν ρωγμές καί νά εἰσχωρήσουν μέσα στό κοινοβουλευτικό μας σύστημα. Τό βῆμα ἀπό τό γραφικό στό πραγματικό εἶναι καμμιά φορά μετέωρο, ἀλλά δέν παύει νά εἶναι καί ἐπικίνδυνο.
ΟΛΟΙ ΜΙΛΑΝΕ γιά τήν διαφθορά τῶν ἄλλων, ἀλλά ὄχι γιά τήν δική τους.
Κι αὐτό, διότι ἡ διαφθορά προϋποθέτει δόλο καί συμπαιγνία, ἀλλά καί μιά ἀντίληψη ὅτι στό «κάτω κάτω δέν βλάπτει κανέναν». Αὐτή εἶναι ἡ κουλτούρα τῆς διαφθορᾶς. Μιά στρέβλωση τῶν ἀξιῶν: δημόσιοι λειτουργοί καί πολῖτες πού ἀποκτοῦν σταδιακά μιά ἰδιόρρυθμη «συνείδηση δικαίου» ὅταν διαφθείρουν ἤ διαφθείρονται. Τό δίλημμα δέν τίθεται συνεπῶς «ὡς πρός τί εἶναι νόμιμο» ἤ «ἠθικό», ἀλλά «ὡς πρός τί μποροῦμε νά κάνουμε ἀτιμωρητί» ἤ ἀκόμα, καί «ποιά μορφή διαφθορᾶς εἶναι ἀποδεκτή ἀπό τήν πλειοψηφία τῆς κοινωνίας».
Οἱ «ἐσωτερικές διακρίσεις» τῆς διαφθορᾶς ἴσως νά βοηθᾶνε στίς ὁριοθετήσεις. Ἡ μαύρη διαφθορά, τήν ὁποία καταδικάζει ἀπερίφραστα ἡ κοινή γνώμη, ἡ λευκή διαφθορά, πού ἀνέχεται ἡ κοινή γνώμη καί ἡ γκρίζα διαφθορά, μέ τήν ὁποία ἄλλοι συμφωνοῦν κι ἄλλοι ὄχι, συνιστοῦν ὁρισμένες μορφές πού ὅμως δέν ἔχουν τόν ἴδιο ἀντίκτυπο σέ κάθε χώρα ἤ καί σέ κάθε νομικό σύστημα.
Σ’ ἕνα ἀνομικό πλαίσιο ὅμως, «ὅπου ὅλα ἐπιτρέπονται», ἡ διαφθορά χάνεται καί προβάλλεται μόνο μιά κοινωνική ἀναπαράστασή της, ὄχι ἀναγκαστικά αὐθεντική. Ἡ διαφθορά ἀπό παράβαση μετατρέπεται σέ συναλλαγή, σέ θεσμό «ἀναγκαῖο» γιά τήν φιλελεύθερη οἰκονομία, τήν ἀνάπτυξη, τήν παγκοσμιοποίηση.
Κανένα κομματικό συμφέρον καί καμμία ἀσφάλεια τοῦ συστήματος δέν δικαιολογοῦν τήν λευκή σιωπή τῶν ὀπαδῶν, τήν γκρίζα ἀδιαφορία τῶν φοβισμένων πολιτῶν καί τήν μαύρη προπαγάνδα τῶν ἐγκεφάλων.
Παρατράπεζες, δημόσια ἤ ἰδιωτική διαφθορά ΜΚΟ ἐξακολουθοῦν νά κινοῦνται στόν σκοτεινό χῶρο τῶν σκανδάλων. Οἱ σχετικές κοινωνικές ἀντιλήψεις τῆς λαμογιᾶς καί τοῦ smart τύπου δέν ἐξαλείφθηκαν.
Ἡ σπατάλη καί ἡ θεοποίηση τοῦ χρήματος ὡς μεταπολιτευτικά «ἰδεώδη» δέν μποροῦσε νά μήν καταλήξουν σέ χρηματισμό καί διαφθορά.
Ἡ σύνδεση τῆς διαφθορᾶς μέ τήν Δημοκρατία κι ὄχι μέ τίς ἐλίτ ἀποδυναμώνει τήν καθολική ἀντίσταση τῆς κοινωνίας. Ἡ κατάχρηση τῆς δημοκρατικῆς ἐξουσίας δέν μπορεῖ ὅμως νά χρεώνεται στό Πολίτευμα καί νά ἀπαλλάσσονται οἱ φορεῖς καί οἱ ἀξιωματοῦχοι.
Ἡ ἀκεραιότητα Κράτους καί θεσμῶν ἐπηρεάζουν σέ μεγάλο βαθμό τήν διαφθορά, ἀλλά κατά τήν γνώμη μου δέν τήν αἰτιολογοῦν πλήρως.
Ἡ δημοκρατικά (!) νομιμοποιημένη (;) διαφθορά συνιστᾶ τόν ἀκρογωνιαῖο λίθο λειτουργίας τῆς μεταπολιτευτικῆς Ἑλλάδας. Ἄν ἐξαλειφθεῖ, μαζί της θά «πέσει» κι ὅλο τό πολιτικό, κοινωνικό καί οἰκονομικό σύστημα γιατί πάνω σ’ αὐτή στηρίχθηκε (καί γιά τό κακό ἀλλά καί γιά τό καλό ἀποτέλεσμα.)
Ἡ διαφθορά στήν Ἑλλάδα εἶναι τρόπος ζωῆς καί ὄχι ἐγκληματική ἤ παρεκκλίνουσα συμπεριφορά.
Ὅλοι τό γνωρίζουν, (κάνουν ὅτι) τό καταδικάζουν, ἀλλά ἔχουν μάθει νά συμβιώνουν μαζί του.
Κατά συνέπεια πρῶτα πρέπει νά ἐνισχυθεῖ ἡ ποιότητα τῆς Δημοκρατίας μας, μετά νά ὑπογράψουμε ἕνα νέο κοινωνικό συμβόλαιο ἀρχῶν καί ἀξιῶν, ὕστερα νά ἐμπιστευθοῦμε τούς θεσμούς καί τούς θεματοφύλακες καί τότε –καί μόνον τότε– ν’ ἀρχίσουμε νά ἀναθεωροῦμε τίς ἀντιλήψεις καί πρακτικές μας γιά τήν διαφθορά. Ὁ ἀντίστροφος καί ἀντίθετος δρόμος θά μᾶς ὁδηγήσει σέ νέο σκοτεινό τοῦνελ καί ὄχι στό φῶς. Ἄρα τό δίλημμα δέν εἶναι Διαφθορά ἤ Ἀντιδιαφθορά, ἀλλά Ἐξάρτηση ἤ Ἀνεξαρτησία ἀπό κάθε μορφῆς μή δημοκρατικά νομιμοποιημένων καί διαφανῶς λειτουργούντων μηχανισμῶν.
ΥΓ.1: Πρέπει νά πείσουμε ἑαυτούς καί ἀλλήλους ὅτι τά δημόσια ἀγαθά καί οἱ πολιτικές ἀποφάσεις δέν εἶναι γιά πούλημα (οὔτε ὡς μίζα οὔτε ὡς κομματικό καθῆκον οὔτε ὡς λαϊκίστικη συνενοχή παροχῶν.)
ΥΓ.2: Δέν εἶναι νοητό σ’ αὐτήν τήν χώρα οἱ διεφθαρμένοι νά ’ναι καί οἱ τιμημένοι.
*Ὁμότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν