Τί ἐξομολογήθηκε στόν Βάσο Βασιλείου, σέ συνέντευξη πού περιελήφθη στόν συλλογικό τόμο ὑπό τόν τίτλο «Πολιτική ὡς δημιουργία»
«Ο ΜΕΤΑΞΑΣ ἔκανε καλή δουλειά, ἀλλά τήν ἔκανε μέ δικτατορικές μεθόδους. Αὐτό εἶναι τό μειονέκτημά του. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἔβαλε σέ μιά τάξη τόν τόπο καί πέτυχε νά ἑνώσει τό Ἔθνος κατά τή διάρκεια τοῦ πολέμου.»
Σέ αὐτά τά λίγα λόγια συνοψίζεται ἡ γνώμη τοῦ Κωνσταντίνου Καραμανλῆ γιά τόν Πρωθυπουργό τοῦ «Ὄχι», τόν Ἰωάννη Μεταξᾶ. Μέ δεδηλωμένη τήν πολιτική ἀντίθεση μεταξύ τῶν δύο ἀνδρῶν, ἡ ἀναγνώρισις τοῦ ἔργου Μεταξᾶ ἀποκτᾶ ἰδιαιτέραν βαρύτητα ὅταν δηλώνεται ἀπό ἕναν πολιτικό πού ἐσφράγισε μέ τήν παρουσία του τήν μεταπολεμική ἱστορία τῆς Ἑλλάδος. Ὁ Κωνσταντῖνος Καραμανλῆς μίλησε γιά τόν Μεταξᾶ στόν στενό του φίλο δημοσιογράφο Βάσο Βασιλείου (τόν γνωστό Βασ. Βασ. τῆς παλιᾶς «Βραδυνῆς») σέ μιάν ἐξομολόγηση σχετικά μέ τό ἔπος τοῦ ’40 ἀλλά καί ὅσα τραυματικά γιά τό Ἔθνος ἀκολούθησαν τήν ἀπελευθέρωση.
Γιά τά οἰκονομικά τῆς περιόδου διακυβερνήσεως ἀπό τόν Ἰωάννη Μεταξᾶ, ὁ Κωνσταντῖνος Καραμανλῆς ἐδήλωνε:
«Λειτουργοῦσε καλά τότε τό Κράτος. Ἐξυγίανε τά οἰκονομικά καί πρό παντός μέ τήν εὐκαιρία τοῦ πολέμου, ἕνωσε τό Ἔθνος, καί ἔγινε αὐτό τό ὁποῖο ἔγινε στήν Ἀλβανία». Κρατοῦσε ὅμως τίς ἐπιφυλάξεις του: «Δεδομένου ὅμως ὅτι αὐτά τά ἔκανε μιά δικτατορία, δέν μπορεῖ κανείς νά τά χειροκροτήσει».
Ὁ Καραμανλῆς δέν συμφωνοῦσε μέ τίς δικτατορικές μεθόδους διακυβερνήσεως. Ὅπως ἀργότερα κρατήθηκε μακρυά ἀπό τήν πολιτική ζωή διαρκοῦντος τοῦ στρατιωτικοῦ καθετώτος τῆς 21ης Ἀπριλίου 1967, ἔτσι καί τό 1936 προτίμησε νά ἰδιωτεύσει. Μιλῶντας γιά τόν φανατισμό καί τήν ἔξαρση τῶν πολιτικῶν παθῶν ἐκείνης τῆς περιόδου ἀναφέρεται καί στίς προσωπικές ἐπιλογές του: «Μολονότι ἐγνώριζαν τίς τάσεις τοῦ Μεταξᾶ, τοῦ ἐμπιστεύθησαν τήν ἐξουσία. Καί ἔγινε ἡ δικτατορία, διαλύθηκε ἡ Βουλή καί ἐγώ πῆγα στίς Σέρρες καί ἄνοιξα τό δικηγορικό μου γραφεῖο». Ὁ Καραμανλῆς, ὅπως καί ὅλοι οἱ πολιτικοί ἄνδρες τῆς ἐποχῆς, εἶχε ἐπάγγελμα. Δέν περίμεναν νά βιοπορισθοῦν ἀπό τήν Βουλή καί τά κόμματα. Ἔτσι εἶχαν καί τήν ἐλευθερία τῆς ἐπιλογῆς. Καί ἦταν ἐπιλογή τοῦ Καραμανλῆ νά μήν συμπράξει στό καθεστώς Μεταξᾶ. Στήν ἐρώτηση ἄν τοῦ εἶχε γίνει βολιδοσκόπησις νά μετάσχει τότε στήν κυβέρνηση, ἀπήντησε:
«Ὄχι νά μετάσχω στήν κυβέρνηση. Ὁ Μεταξᾶς, διά τοῦ Μανιαδάκη, μέ εἶχε βολιδοσκοπήσει ἄν θά ἤθελα νά γίνω Ὑποδιοικητής τῆς Ἀγροτικῆς Τραπέζης. Διότι ἀπό τήν πρώτη στιγμή, λόγῳ τῆς μετριοπάθειάς μου, εἶχα δημιουργήσει μιά ἐντύπωση ἀγαθή σέ ὅλα τά κόμματα. Ἀλλά τούς εἶπα: “Δέν μπορῶ. Θά πάω σπίτι μου. Σέ μιά δικτατορία δέν μπορῶ νά συμπράξω”».
Ἐγκαίρως ὅμως ὁ Καραμανλῆς εἶχε διαβλέψει τούς κινδύνους ἀπό τήν δράση τοῦ ΕΑΜ, τούς ὁποίους εἶχε ἀναφέρει σέ ὁμάδες ἀκόμη καί σοσιαλιζόντων διανοουμένων σέ μιά προσπάθεια νά ἀνανεωθεῖ ἡ πολιτική ζωή τοῦ τόπου στήν ὁποία ὁ ἴδιος πίστευε βαθύτατα. Ἐρωτοῦσε τότε: «Πῶς εἶναι δυνατόν νά γίνονται ὅλα αὐτά τά πράγματα τά ὁποῖα λογικά δέν ἐξηγοῦνται;» ρωτοῦσε σχετικά μέ τήν πολιτική κατάσταση. Ἡ ἀπάντησις ἑτέρου πολιτευτοῦ ἦταν: «Φοβοῦμαι ὅτι τό μυαλό μας δέν λειτουργεῖ καλά. Μήν ψάχνεις νά βρεῖς λογική στήν πολιτική ζωή τῆς Ἑλλάδος».
Δυστυχῶς καί τό ἐρώτημα καί ἡ ἀπάντησις παραμένουν ἐπίκαιρα μέχρι σήμερα.
Τότε ὅμως ὁ Καραμανλῆς ἦταν προφητικός. Ἔλεγε: «Πρέπει νά ἀναπτύξουμε δράση, δηλαδή πρέπει νά προλάβουμε τό ΕΑΜ. Αὐτό πού θέλει νά πάρει ὁ λαός ἀπό τό ΕΑΜ, τήν ἀνανέωση τῆς πολιτικῆς μας ζωῆς, νά προλάβουμε νά τοῦ τό προσφέρουμε ἐμεῖς. Νά βγάλουμε κι ἐφημερίδα, νά ἀγωνιστοῦμε. Ὑπῆρχε ὅμως ἀπροθυμία, ὑπῆρχαν διαφωνίες καί ἰδεολογικές ἀντιθέσεις –ὅπως ἀποδείχθηκε ἐκ τῶν ὑστέρων– διότι ὁ μέν Ἀγγελόπουλος πῆγε στό βουνό, ὁ δέ Κόκκαλης ὁ ὁποῖος μετεῖχε τῆς ὁμάδας, πῆγε στό Κομμουνιστικό Κόμμα. Δέν ὑπῆρχε ὁμοιογένεια ἰδεολογική. Ὅταν τό διαπίστωσα αὐτό καί μέ τήν πεῖρα πού εἶχα, τούς εἶπα ὅτι δέν μποροῦσα νά συνεχίσω καί ἀποχώρησα».
Ὁ Κωνσταντῖνος Καραμανλῆς θέλησε μετά ἀπό αὐτά νά φύγει γιά τήν Μέση Ἀνατολή. Ἀλλά προφανῶς κάποιοι ἐκεῖ τόν θεωροῦσαν «μπελᾶ». Εἶπε ὁ ἴδιος:
«Στό τέλος ἕνας σύνδεσμος τῶν Ἄγγλων μέ εἰδοποίησε ὅτι ὑπάρχει ἕνα καΐκι μέ τό ὁποῖο θά φύγουν τρεῖς-τέσσερεις ἀξιωματικοί. Τό καΐκι αὐτό μᾶς περίμενε στήν Ἀνάβυσσο. Ἦταν περιπέτεια μεγάλη. Μᾶς πῆρε τό καΐκι καί ὅταν φθάσαμε στό στενό μεταξύ Ἄνδρου καί Τήνου εἶχε τέτοιο μελτέμι, πού ἦταν ἀδύνατον νά περάσουμε. Τελικά φθάσαμε στήν Τῆνο καί μπήκαμε σέ μιά σπηλιά περιμένοντας νά πέσει ὁ καιρός. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνα τμῆμα, ἕνα τμῆμα, ἕνα φυλάκιο τοῦ ΕΛΑΣ. Κάποιος ἀποκάλυψε τήν παρουσία μας ἐκεῖ. Ἦρθαν λοιπόν στίς 5 τό πρωί, μᾶς συνέλαβαν καί μᾶς πῆγαν στό τελωνεῖο τῆς Πανόρμου τῆς Τήνου, ὅπου μᾶς κράτησαν ἐκεῖ 30-40 ἡμέρες. Πρόθεσή τους ἦταν ἀπό ἐκεῖ νά μᾶς πάνει στό στρατηγεῖο τοῦ ΕΛΑΣ στήν Εὔβοια γιά νά μᾶς δικάσουν. Ἀλλά λόγῳ τοῦ μελτεμιοῦ ἦταν ἀδύνατον νά ταξιδέψει καΐκι γιά τήν Εὔβοια. Αὐτό μ’ ἔσωσε».
Μέ τά πολλά ἔφθασαν στήν Σμύρνη ὅπου ἦσαν ὁ Ξενοφῶν Ζολώτας, ὁ Πέτρος Γαρουφαλιᾶς καί ἄλλοι. Ἀπό ἐκεῖ οἱ Ἄγγλοι τούς μετέφεραν στό Χαλέπι, ἀλλά ἐκεῖ δέν τελείωσαν τά προβλήματα. Ὅπως συνεχίζει: «Σ’ αὐτούς ὁ Παπανδρέου (σ.σ. ἦταν τότε πρωθυπουργός) ἔστειλε διαβατήρια νά πᾶνε στό Κάιρο, ἐνῷ σ’ ἐμένα δέν ἔστειλε, μέ ἀποτέλεσμα νά μέ κρατήσουν οἱ Ἄγγλοι στό Χαλέπι 40 μέρες.
»Μέ τόν Παπανδρέου εἶχα μιά συνομιλία πρίν φύγει γιά τήν Μέση Ἀνατολή. Εἴχαμε συμφωνήσει τότε ὅτι δέν πρέπει μέ κανένα τρόπο νά ἀναγνωρίσουμε πολιτική ὑπόσταση στό ΕΑΜ. Διότι δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου θά τοῦ δίναμε τή δυνατότητα νά κατακτήσει τόν κόσμο. Ὅταν λοιπόν αὐτός στό Συνέδριο τοῦ Λιβάνου κάλεσε καί ἐκπροσώπους ἀπό τό ΕΑΜ, ἐγώ τοῦ ἔκανα ἕνα γράμμα καί τοῦ εἶπα ὅτι: “Ἡ σημερινή πολιτική σας ἀφίσταται ἀπό ἐκεῖνα τά ὁποῖα εἴχαμε πεῖ στήν Ἀθήνα καί νομίζω ὅτι μέ τήν πολιτική αὐτή θά ὁδηγήσετε τόν τόπο σέ μεγάλη περιπέτεια”. Ὁ Παπανδρέου σκέφθηκε προφανῶς ὅτι θά τοῦ ἤμουν μπελᾶς στό Κάιρο καί γι’ αὐτό δέν μοῦ ἔστειλε διαβατήριο».
Ἱστορική ἡ ἀξία τῶν ὅσων παραθέσαμε. Δείχνουν τήν πολιτική εὐθύτητα πού ὁδηγεῖ ἕναν πολιτικό ἄνδρα νά ἀναγνωρίσει τό ἔργο ἑνός ἄλλου, μέ τόν ὁποῖο διαφωνεῖ. Καί τόν ὁποῖο ἡ ἱστορία ἔγραψε ὡς πρωθυπουργό τοῦ «ΟΧΙ».