Τί συνέβη σέ δίκη τόν Ὀκτώβριο στήν Πάτρα, καί τό ἀποκαλύπτει τό περιοδικό «Παρακαταθήκη»
«ΕΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΙΣ αἰνεῖτε τόν Κύριον.» Ἰδίως στίς ἑορταστικές ἡμέρες τῶν Χριστουγέννων. Δέν συμφωνοῦν ὅμως ὅλοι. Εἰσαγγελεύς στήν Πάτρα ἀπεφάνθη κατά τῆς Θείας Λειτουργίας καί ὑπέρ τῆς ἀτομικῆς προσευχῆς. Ὄχι κατά τήν περίοδο τῆς πανδημίας. Ὄχι στίς ἡμέρες κατά τίς ὁποῖες ἐφηρμόζοντο καραντίνες καί περιοριστικά μέτρα. Τώρα, τόν περασμένο Ὀκτώβριο. Ἐπεκαλεῖτο βεβαίως τίς ὑπουργικές ἀποφάσεις τῆς περιόδου τῆς καραντίνας. Τό θέμα ἀπεκάλυψε τό περιοδικό «Παρακαταθήκη» (Τεῦχος 146) τό ὁποῖο μάλιστα σχολιάζει ὅτι ἡ ἀνοχή τῆς ἐπισήμου Ἐκκλησίας ἀπέναντι στίς αὐθαιρεσίες τῆς περιόδου τῆς πανδημίας ὁδηγεῖ σέ ἐπικίνδυνες ἀτραπούς. Ὑπενθυμίζεται ὅτι ἡ Πολιτεία ἐξαντλοῦσε τότε τήν αὐστηρότητά της στά μέτρα ἀπαγορεύσεως τῶν ὀρθοδόξων ἐκκλησιαστικῶν τελετῶν ἐπιτρέποντας τήν ἀσυδοσία πολιτικῶν καί ἄλλων συγκεντρώσεων.
Ἡ εἰσαγγελεύς τοῦ Α΄ Μονομελοῦς Πλημμελειοδικείου Πατρῶν, κατά τήν ἐκδίκαση ὑποθέσεως ἱερέως πού ἤσκησε τά καθήκοντά του, ἀνεφέρθη στήν ΚΥΑ 867/2020 διά τῆς ὁποίας ἀπηγορεύθη προσωρινῶς ἡ λειτουργία χώρων θρησκευτικῆς λατρείας καί ἡ τέλεσις σέ αὐτούς λατρευτικῶν ἱεροπραξιῶν. Ὅμως προχώρησε σέ μιά γενίκευση: «Πρόκειται γιά ἕνα περιορισμό τῆς λογικῆς ἄσκησης ἑνός ἀτομικοῦ δικαιώματος καί δέν προέβλεπε τήν ἀποτροπή τῆς ἀτομικῆς ἄσκησης τοῦ δικαιώματος, διότι κάλλιστα οἱ πιστοί μποροῦσαν νά προσευχηθοῦν καί τά λοιπά. Καταλήγοντας, θεωρῶ ὅτι ὁ περιορισμός τῆς θρησκευτικῆς λατρείας δέν μπορεῖ, καθόλου δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὅτι ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τά ἄρθρα 3, 13 καί 25 τοῦ Συντάγματος».
Γιά νά στηρίξει δέ τήν θέση αὐτή ὑποστηρίζει: «Ἡ προστασία τῆς δημόσιας ὑγείας ἐπίσης, οὐδόλως δύναται νά ὑποχωρήσει μπροστά στό καθῆκον λειτουργίας τοῦ κληρικοῦ. Θεωρῶ ὅτι οἱ ἐπιταγές τῆς πολιτείας ἐκείνη τήν συγκεκριμένη περίπτωση, ἡ ὁποία ἦταν μιά εἰδική συγκυρία [ἦταν σωστές]: Βρισκόμασταν στήν ἀρχή τῆς πανδημίας, καί ἡ Πολιτεία ἔκρινε ἀπαραίτητο νά τεθοῦν οἱ συγκεκριμένοι περιορισμοί. Τά μέτρα λοιπόν πού ἔθεσε ἡ Πολιτεία ἔπρεπε νά τύχουν σεβασμοῦ καί ἀπό τούς κληρικούς. Ἦταν ἡ ἐπιταγή τῆς Πολιτείας αὐτή. Ἡ ἀναγκαιότητα τοῦ σεβασμοῦ τους ἦταν ἐπιτακτική καί ὑποχρεωτική ἀπό ὅλους. Ὁπότε θεωρῶ ὅτι καμία σύγκρουση καθήκοντος δέν μπορεῖ νά στοιχειοθετηθεῖ γιά τή συγκεκριμένη περίπτωση καί προτείνω τήν ἐνοχή τοῦ κατηγορουμένου ὅπως κατηγορεῖται».
Ὅπως ὅμως σημειώνει τό περιοδικό «Παρακαταθήκη», οὐσιαστικῶς ἡ εἰσαγγελική αὐτή πρότασις ὑποδηλοῖ «τήν πλημμελῆ ἕως ἀνύπαρκτη ἐκκλησιαστική, λατρευτική καί λειτουργική παιδεία τῆς Εἰσαγγελικῆς Ἀρχῆς, πού ἀγνοεῖ τήν μοναδικότητα καί τό ἀναντικατάστατο τῆς Θείας Λειτουργίας γιά τούς Ὀρθόδοξους πιστούς. Γιά τήν Ὀρθόδοξη θεολογία, λατρεία καί ζωή ἡ Θεία Λειτουργία δέν μπορεῖ νά ἀντικατασταθεῖ ἤ νά ὑποκατασταθεῖ ἀπό τήν ἀτομική προσευχή»! Περαιτέρω δέ ὑπογραμμίζεται: «Φανερώνει ὅτι ἡ Εἰσαγγελική Λειτουργός κατά πᾶσαν πιθανότητα δέν παρακολουθοῦσε μέ τή δέουσα προσοχή τήν ἀκροαματική διαδικασία καί ἔτσι δέν μπόρεσε νά κατανοήσει ὅτι ἡ ἐξίσωση τῆς Θείας Λειτουργίας μέ τήν ἀτομική προσευχή εἶναι ἀδιανόητη γιά τούς Ὀρθοδόξους, διότι ὁδηγεῖ σέ ἐκπροτεσταντισμό τῆς Ὀρθόδοξης λατρείας. Καί αὐτό παρά τό γεγονός ὅτι τόσο ὁ μάρτυρας π. Θεόδ. Ζήσης, ὅσο καί ὁ κατηγορούμενος, ἦσαν ἰδιαίτερα ἀναλυτικοί, σαφεῖς καί κατηγορηματικοί ἐπ’ αὐτοῦ». Σημειωτέον ὅτι ἡ εἰσαγγελεύς κατά τήν ἐξέταση τῶν μαρτύρων παρέμενε σιωπηλή χωρίς νά ὑποβάλει ἐρωτήσεις. Καταλήγει δέ: «Τό πλέον σημαντικό: Μέ τήν εἰσαγγελική πρόταση παρέχεται στήν κυβέρνηση τό δικαίωμα νά καθορίζει αὐτή μέσῳ ὑπουργικῶν ἀποφάσεων ποιός εἶναι ὁ ἐνδεδειγμένος τρόπος λατρείας τοῦ Θεοῦ καί σέ αὐτόν θά πρέπει νά περιορίζονται οἱ πιστοί Ὀρθόδοξοι!» Μέ ἄλλα λόγια ἡ Εἰσαγγελεύς εἶπε: «Εἶναι ἀρκετό γιά τούς Ἕλληνες Ὀρθοδόξους, νά προσεύχονται ἀτομικά, δέν χρειάζεται πλέον ἡ Θ. Λειτουργία· ἀρκεῖ ἡ ἀτομική προσευχή. Αὐτή καί μόνο προστατεύει τό Σύνταγμα! Γιατί τό πῶς θά ἐπιτελεῖται ἡ λατρεία δέν θά καθορίζεται ἀπό τήν ἐκκλησιαστική παράδοση ἀλλά ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία! Μόνο σέ αὐτή τήν περίπτωση παρέχεται συνταγματική προστασία! Ἡ Κυβέρνηση ἔχει τό δικαίωμα σέ κάποιες περιπτώσεις νά ὑπεισέρχεται στά ἐνδότερα (interna) τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί αὐτή νά τήν καθορίζει»!