ΕΤΟΣ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ 1876
Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2024

Λῖκνο τοῦ ἀλυτρωτισμοῦ ἡ γενέτειρα τοῦ Μπουτάρη!

Ὁ Ν. Μέρτζος ἀποκαλύπτει τήν ἀπάτη Ζάεφ μέ τήν Δημοκρατία τοῦ Κρούσοβο

ΤΗΝ ΑΥΓΗ τοῦ 19ου αἰῶνα ὁ Μακεδονικός Ἑλληνισμός διέτρεχε τόν ἔσχατο κίνδυνο. Τό μικρό Βασίλειο τῆς Ἑλλάδος, μέ περίπου 2,5 ἑκατομμύρια κατοίκους ὡς ἐπί τό πλεῖστον φτωχούς ἀγρότες, ἀδυνατοῦσε καί ἐπί πλέον φοβόταν νά βοηθήσει τούς Μακεδόνες. Ἤδη πτωχευμένο τό 1893 καί ταπεινωμένο τό 1897 τελοῦσε ὑπό τόν Διεθνῆ Οἰκονομικό Ἔλεγχο καί τή γενική κατάθλιψη τῆς νωπῆς στρατιωτικῆς ἥττας. Προσπαθοῦσε νά βοηθήσει ὅσο ἐλάχιστα μποροῦσε. Κυρίως παρατηροῦσε.

Τήν Μακεδονία, ἰδιαίτερα τήν Ἄνω Μακεδονία, λυμαίνονταν βουλγαρικές συμμορίες καί ἄτακτοι Τουρκαλβανοί λαφυραγωγοί πού οἱ ὀθωμανικές Ἀρχές ἀνέχονταν καί κατά κανόνα προστάτευαν. Ὡστόσο, μπροστά τους ἐγείρονταν ἄπαρτο τό Βόρειο Τεῖχος τοῦ Μακεδονικοῦ Ἑλληνισμοῦ τό ὁποῖο οἱ Βούλγαροι ἔπρεπε νά διαβοῦν ἤ νά ἁλώσουν ἐκ τῶν ἔνδον γιά νά ἐπικρατήσουν στή μακεδονική χώρα. Τό ἀποτελοῦσαν οἱ Βλάχοι ἐγκατεστημένοι βόρεια στό Μοναστήρι, στήν Ἀχρίδα, στά Βελεσά καί στά περίφημα ἀρχοντικά βλαχοχώρια πού ἀπό τό βόρειο ἄκρο τους στήν Στρούγκα ἁπλώνονταν νότια μέχρι τή Νέβεσκα, τήν Κλεισούρα καί τό Μπλάτσι καί ἀνατολικά ἀπό τόν Περλεπέ, τόν βυζαντινό Πρίλαπον, μέχρι τό Νευροκόπι τῆς Δράμας. Ἤλεγχαν πατροπαράδοτα ὅλες τίς κλεισοῦρες ὅπως π.χ. τό Σκρᾶ καί τόν Ἀρχάγγελο στήν Ἀλμωπία.

Ὁ Εὐάγγελος Κωφός, πρέσβυς ἐμπειρογνώμων στό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν, βεβαιώνει τό 1992: «Πραγματικά, στίς περιοχές ὅπου τό ἑλληνόφωνο στοιχεῖο ἦταν ἐλάχιστο ἤ ἀνύπαρκτο, οἱ Βλάχοι ἀποτελοῦσαν τήν πρωτοπορία τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Τά ἑλληνικά σχολεῖα στούς καζάδες Μοναστηρίου – Περλεπέ ἦταν βασικά ἔργο τῶν βλαχοφώνων Ἑλλήνων οἱ ὁποῖοι πρωτοστατοῦσαν καί σέ ὅλα τά ἐπαναστατικά κινήματα τοῦ Ἑλληνισμοῦ». Ὁ Μακεδονομάχος Κων. Ι. Μαζαράκης-Αἰνιάν, πού ἐπισκέφθηκε μυστικά τήν περιοχή τό 1905, γράφει στά Ἀπομνημονεύματά του: «Αἱ βλαχόφωνοι πόλεις τῆς Μακεδονίας ἦσαν τά πατριωτικώτερα ἑλληνικά κέντρα. Τό Μοναστήρι ὑπερεῖχε πάντων μέ τά πλησίον του Κρούσοβον, Μεγάροβον, Τύρνοβον, Νιζόπολιν, Πισοδέρι, Νέβεσκαν καί λοιπά».

Πολλές ἀνάλογες μαρτυρίες κατέθεσαν σέ ἀναφορές τους τό 1903· ὁ Ἐθναπόστολος Ἴων Δραγούμης, ὁ Μητροπολίτης Νευροκοπίου Θεοδώρητος, ὁ Πρωτοσύγκελλος τοῦ Μητροπολίτου Δράμας Χρυσοστόμου, μετά Ἐθνομάρτυρος Σμύρνης τό 1922, κ.ἄ.π. Ἔτσι τότε Ὀθωμανοί, Βούλγαροι καί Ρουμᾶνοι συμμάχησαν γιά νά διασπάσουν Ἑλληνικό Τεῖχος. Μέ Ἰραδέ του –διάταγμα– ὁ Σουλτάνος ἀναγνώρισε ξεχωριστό «ἔθνος» Βλάχων παρά τίς μαζικές δημόσιες διαμαρτυρίες τῶν Ἑλληνοβλαχικῶν Κοινοτήτων. Βάσει αὐτοῦ οἱ Ρουμᾶνοι τούς διεξεδίκησαν ὡς «ρουμανική μειονότητα» καί οἱ Βούλγαροι κομμιτατζῆδες ἐξαπέλυαν ἐναντίον τους ἐπιδρομές.

Ὅταν ὅλοι μαζί ἀπέτυχαν καί πάλι ὅλοι μαζί οἱ Βούλγαροι ἐπετέθησαν τό 1903 κατά μέτωπον. Τό βουλγαρικό ΒΜΡΟ –Ἐσωτερική Μακεδονική Ἐπαναστατική Ὀργάνωση– κήρυξε γενική ἐπανάσταση ὅλων τῶν Μακεδόνων μέ αἴτημα μίαν Αὐτόνομη Μακεδονία τήν ὁποία ἡ Βουλγαρία θά προσαρτοῦσε ἀργότερα ὅπως εἶχε ἤδη προσαρτήσει τήν Αὐτόνομη Ἀνατολική Ρωμυλία. Ἡ ἐξέγερση κηρύχθηκε στίς 20 Ἰουλίου 1903, μέ τό Παλαιό Ἡμερολόγιο, κατά τήν ἑορτή τοῦ Προφήτη Ἠλία. Γι’ αὐτό ἡ ἐξέγερση ὀνομάσθηκε Ἤλι-ντεν, πού σημαίνει Ἡμέρα τοῦ Ἠλία στά βουλγάρικα. Στά ἐπαναστατικά κείμενά του τό ΒΜΡΟ τόνιζε ὅτι Μακεδόνες ἦσαν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Μακεδονίας πού, ὅμως, ἀνῆκαν καί σέ διαφορετικές ἐθνότητες. Γι’ αὐτό ἔδωσε στά ὄργανά τους τίς ἀκόλουθες γραπτές ὁδηγίες του:

«Εἰς τάς συμμορίας νά γίνωνται δεκτοί ἄνδρες ἀποφασιστικοί ἀνεξαρτήτως φυλῆς καί θρησκεύματος. Ὁ σκοπός τοῦ Ἐπαναστατικοῦ Κομμιτάτου δέν ἐπιτυγχάνεται μόνον διά τῆς διαφωτίσεως τῶν διαφόρων ἐθνικοτήτων, ἀλλά πρέπει νά σχηματισθῇ ἡ πεποίθησις ὅτι ἡ πρόοδος αὐτῶν ἐν τῷ μέλλοντι ἐξασφαλίζεται μόνον δι’ Αὐτονόμου Μακεδονίας. Ἡ Μακεδονία ἕνεκα λόγων ἐθνολογικῶν εἶναι ἀδύνατον νά προσαρτηθῇ εἰς οἱονδήποτε ἄλλο κράτος».

Οἱ Βούλγαροι ἔκριναν ὅτι οἱ συνθῆκες εἶχαν ἤδη ὡριμάσει γιά νά συμπαρασύρουν ὅλους τούς κατοίκους τῆς Μακεδονίας σέ μιά γενική ἐπανάσταση κατά τῶν Ὀθωμανῶν. Ἡ κρίση τους γιά τίς κατάλληλες συνθῆκες δέν ἦταν ἀντικειμενικά ἐσφαλμένη. Οἱ ἐπιδρομές, οἱ σφαγές, οἱ λεηλασίες καί ἡ τρομοκρατία τῶν βουλγαρικῶν καί παράλληλα τῶν τουρκαλβανικῶν συμμοριῶν, καθώς ἐπίσης οἱ ὠμές αὐθαιρεσίες τῶν Ὀθωμανῶν καί ἡ οὐσιαστική συμμαχία τους μέ τούς ἐπιδρομεῖς, προκαλοῦσαν τόσα δεινά στόν πληθυσμό ὥστε οἱ Μακεδόνες θά πήγαιναν καί μέ τόν διάβολο ἀκόμη γιά νά σωθοῦν ἤ νά ἐλπίσουν πώς θά σωθοῦν.

Ἐπικαλούμενος αὐτήν τήν κατάσταση ὁ Ἀναστάσιος Πηχεῶν εἶχε ἐνημερώσει ἤδη πρό ἐτῶν τόν Ἕλληνα Πρόξενο ὅτι οἱ δυστυχεῖς κάτοικοι θά ἦσαν πρόθυμοι νά δεχθοῦν ἀκόμη καί σινοϊνδικάς συμμορίας προκειμένου νά ἀπελευθερωθοῦν. Τήν ἴδια ἀκριβῶς ἄποψη διατύπωνε καί ὁ Πρόξενος Μοναστηρίου Κιουζές-Πεζᾶς σέ ἔκθεσή του, ὅπου ἀρχές τοῦ 1901 εἰδοποιοῦσε τήν Ἀθήνα: «Καί Κινέζοι πράκτορες, ἐάν ἐνεφανίζοντο σήμερον ἐν Μακεδονίᾳ ὑπισχνούμενοι ἐλευθερίαν εἰς τούς Χριστιανούς, θά προσείλκυον τάς συμπαθείας αὐτῶν».

Ἔτσι ξέσπασε ἡ ἐξέγερση τοῦ Ἤλιντεν. Οἱ Βούλγαροι τήν εἶχαν ὀργανώσει μεθοδικά καί κάλεσαν στά ὅπλα κατά τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας ὅλους τούς κατοίκους τῆς Μακεδονίας μέ τό σύνθημα «Ἡ Μακεδονία στούς Μακεδόνες».

Ἡ Ἡγεμονία τῆς Βουλγαρίας κατηύθυνε τήν Ἐξέγερση. Ἀπό τά βουλγαρικά ἐδάφη εἶχε ἀποστείλει στή Μακεδονία ἀξιωματικούς καί πυκνές ὁμάδες κομμιτατζήδων. Τό γεγονός ἐπισημαίνουν ἐν τῶ γίγνεσθαι τό 1903 ὁ Πρόξενος τῆς Γαλλίας L. Degrand στή Φιλιππούπολη καί οἱ Πρόξενοι τῆς Αὐστρο-Οὑγγαρίας Richard Hichel στή Θεσσαλονίκη καί August Kral στό Μοναστήρι, μέ ἀναφορές τους πρός τόν προϊστάμενό τους ὑπουργό τῶν Ἐξωτερικῶν. Οἱ ἀναφορές τῶν ξένων Προξένων ὑπάρχουν στά Διπλωματικά Ἀρχεῖα καί δημοσιεύθηκαν. Ἀναφέρουν:

«L. Degrand 6 Μαΐου 1903: Ἡ ἐπιτήρηση τῶν συνόρων δέν εἶναι πιά τόσο αὐστηρή, καί πολυάριθμοι ὀπαδοί (τῶν κομμιτάτων) καθώς πληροφοροῦμαι κατευθύνονται πρός τή Μακεδονία ἀπό τά βουνά τῆς Ροδόπης.

Richard Hichel 12 Μαΐου 1903: Ἡ βουλγαρική πλευρά πρέπει νά ἐλπίζει ὅτι μεγάλες ὁμάδες ἀπό τή Βουλγαρία πρόκειται νά περάσουν σύνορα. Παρά τίς διαψεύσεις τῆς βουλγαρικῆς ἡγεμονικῆς κυβέρνησης καί –νομίζω– παρά τή θέλησή της, ἡ ἐπανάσταση δέν ἔχει πάψει νά τροφοδοτεῖται ἀπό τά ἐδάφη τῆς Ἡγεμονίας. Ὄχι μόνο βρίσκει καταφύγιο ἐκεῖ ἀλλά καθημερινά ἀντλεῖ οἰκονομικές, ὑλικές καί ἀνθρώπινες ἐνισχύσεις.

August Kral 25 Αὐγούστου 1903: Οἱ ἡγέτες τους ὀνομάζονταν Ἀνδρέας, Ἰβανώφ, Παναγιωτώφ, Γκιουρτσίν, Πόπεφ καί Πίτο Γκούλη, ἀπό τούς ὁποίους οἱ δύο πρῶτοι χαρακτηρίζονται ἀπό τίς ἀρχές ὡς Βούλγαροι ἀξιωματικοί. Μάλιστα ὁ Γερμανός ὑπολοχαγός τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου Goeben, ὁ ὁποῖος βρίσκεται ἐδῶ ὑπό τήν ἰδιότητα τοῦ ἀνταποκριτῆ, μοῦ λέει ὅτι τό εἶδος καί ἡ θέση τῶν ἀναχωμάτων, πού ἔχουν κατασκευαστεῖ, προδίδει τίς στρατιωτικές γνώσεις τῶν ἡγετῶν.

August Kral 1 Σεπτεμβρίου 1903: Ἡ ἡγεσία τοῦ κινήματος βρίσκεται στά χέρια γνωστῶν καπεταναίων καί βοεβόδων, πού ἐνισχύονται ὅπως εἶναι γνωστό ἄλλωστε ἀπό μεγάλο ἀριθμό Βουλγάρων ἀξιωματικῶν καί ὑπαξιωματικῶν. Στίς ἀνατινάξεις, κυρίως τῶν σιδηροδρομικῶν γραμμῶν, χρησιμοποιοῦνται χωρίς ἀμφιβολία Βούλγαροι στρατιῶτες τοῦ Μηχανικοῦ.

August Kral 18 Ὀκτωβρίου 1903: Σήμερα τό ἀπόγευμα συνελήφθη σ’ ἕνα βουλγαρικό σχολεῖο ὁ Βούλγαρος ὑπολοχαγός Ντιμίτρι Στόικωφ. Εἶχε δράσει μέ τήν ὁμάδα καί στό Δεμίρ-Χισάρ, ἀρχικά μόνος, ἐνῶ στό τέλος μαζί μέ τόν ἀξιωματικό Ντέτσεφ».

Πρῶτος στόχος τῶν Βουλγάρων ἦσαν τά τέσσερα βλαχόφωνα ἀκροπύργια τοῦ Ἑλληνισμοῦ στήν Ἄνω Μακεδονία: τό Κρούσοβο, ἡ Νέβεσκα, ἡ Κλεισούρα καί τό Πισοδέρι. Ἐτέθησαν σέ ἕνα ἀμείλικτο δίλημμα. Ἄν ἀπρακτοῦσαν, θά ἀφανίζονταν ἀπό τά τρομερά ἀντίποινα τοῦ Ὀθωμανικοῦ Στρατοῦ καί θά ἔσβηναν οἱ ἰσχυρότερες ἑστίες ἑλληνικῆς ἀντίστασης στούς Βουλγάρους. Ἄν συντάσσονταν μέ τούς κομμιτατζῆδες, τό Βουλγαρικό Κομμιτᾶτο θά ἐπικρατοῦσε καί μετά θά τούς ἔσβηνε. Τό κωμικοτραγικό ἐν προκειμένω εἶναι ὅτι τά Σκόπια ἔχουν ἀνακηρύξει «λίκνο τοῦ Μακεδονικοῦ Ἔθνους» τά τρία βλαχόφωνα ἀκροπύργια τοῦ Ἑλληνισμοῦ, Κρούσοβο, Νέβεσκα καί Κλεισούρα στά ὁποῖα εἰσῆλθαν οἱ κομμιτατζῆδες κατά τό Ἤλιντεν. Στό Κρούσοβο τῆς Ἄνω Μακεδονίας τό Κράτος τῶν Σκοπίων ἔχει ἀνεγείρει τό κρατικό «Ἡρῶο τοῦ Μακεδονικοῦ Ἔθνους» μέ τά ὀνόματα τῶν τριῶν ἑλληνικῶν χωριῶν καί ἔχει ἐκδώσει ἀναμνηστικά μετάλλια πρός τιμήν τους!

Τότε βέβαια τό Κρούσοβο πυρπολήθηκε καί τά ἄλλα δύο ἑλληνικά ἀκροπύργια σώθηκαν, ὅταν κατέβαλαν χιλιάδες φλωριά λύτρα καί ἐπενέβη στήν Ὑψηλή Πύλη ὁ Ἕλληνας Πρωθυπουργός Δημήτριος Ράλλης.

Τά βαρύτιμα βλαχοχώρια ἐπισκέφθηκε τό 1893-1894 καί τά περιέγραψε ὁ Gustav Weigand, Γερμανός καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Λειψίας. Ἦταν μισθωμένος γιά νά ἀποδείξει ὅτι οἱ Βλάχοι «εἶναι» Ρουμᾶνοι, ἀλλά ὁμολογεῖ: «Ὅποιος ἔχει δεῖ τά φτωχικά βουλγαρικά χωριά μέ τά μικρά βρώμικα καλύβια ἀπό πλιθιά ἤ τά ἐπίσης φτωχικά ἑλληνικά χωριουδάκια στήν Ἤπειρο, τόσο πιό γοητευμένος μένει ὅταν βλέπει τά ἀρωμουνικά χωριά. Ὄχι μόνον ἐπειδή, χωρίς ἐξαίρεση, βρίσκονται σέ πανέμορφη θέση ἀλλά πιό πολύ ἐπειδή ἔχουν ἐπιβλητικά σπίτια, ἐπιπλωμένα ὡραῖα. Ἡ Νέβεσκα ἔχει 500 σπίτια, ὅλα ἀπό πελεκητή πέτρα, σκεπασμένα μέ χονδρές πλάκες ἀπό σχιστόλιθο καί σχεδόν ὅλα διώροφα. Αὐτή ἡ ἐντύπωση γίνεται ἀκόμη ἐντονότερη ὅταν μπαίνει κανείς μέσα στά σπίτια. Βρίσκει κανείς τόν καλόν ὀντᾶ ἐπιπλωμένον κατά τόν εὐρωπαϊκό τρόπο σέ ἕναν ἀρκετά μεγάλον ἀριθμό πλουσίων οἰκογενειῶν πού ἐδῶ δέν εἶναι καθόλου λίγες. Σχεδόν ὅλα ἔχουν χαλιά διαλεγμένα μέ μίαν ἰδιαίτερη αἴσθηση γιά τήν ὀμορφιά τους, ἐνῶ στούς τοίχους βρίσκονται πολυθρόνες. Οἱ τοῖχοι εἶναι βαμμένοι χρωματιστοί, τά ταβάνια ἀσπρισμένα καί οἱ σανίδες γυαλίζουν ἀπό τό σφουγγάρισμα. Κυριαρχεῖ μιά καθαριότητα πού δέν βρίσκει κανείς πουθενά καλύτερη. Ὅταν ὁ Λήκ ἔγραφε πώς οἱ μεγαλύτερες, ὀμορφότερες καί καθαρότερες ἑλληνικές πόλεις εἶναι οἱ βλάχικες, προφανῶς ἐννοοῦσε χωριά σάν τό Συρράκο, τούς Καλαρρύτες, τό Μέτσοβο ἤ τό Βλαχολείβαδο. […] Ἄν ἤξερε τό Κρούσοβο, τή Νέβεσκα καί τά ἄλλα χωριά στόν Βορρᾶ, δέν θά μιλοῦσε μόνο μέ ἔκπληξη ἀλλά μέ θαυμασμό».

Ἀργότερα οἱ Ἄγγλοι Allan Wace – M. Thompson παρατηροῦν τό 1911: «Στά καλύτερα σπίτια, τόσο στήν Κλεισούρα ὅσο καί στή Νέβεσκα, μπορεῖ νά ἰδεῖ κανείς μιά περίεργη τοπική μέθοδο διακόσμησης. Τό ἐπάνω μέρος τῶν τοίχων διακοσμεῖται ἀπό ἕνα διάζωμα μέ θεούς καί θεές τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος».

Μόλις ξεσπάει ἡ ἐξέγερση τοῦ Ἤλιντεν, ὁ Ἴων Δραγούμης, Γραμματέας στό Προξενεῖο Μοναστηρίου, τηλεγραφεῖ στό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν: «Τήν 20ήν Ἰουλίου ἄρχεται τό Κίνημα. Ἅπασα ἡ εἰρημένη χώρα ἠκολούθησε τό Κίνημα ἐξαιρέσει τῶν βλαχοφώνων καί ἀλβανοφώνων κωμοπόλεων ὧν ἐπιδιώκεται ἡ κατάληψις ὑπό τῶν ἐπαναστατῶν ἵνα ἐξουδετερωθῇ ἡ ἀντίδρασις αὐτῶν».

Τηλεγραφεῖ ἐπίσης στόν πατέρα του Στέφανο Δραγούμη: «Ἔχομεν Σλαβικήν Ἐπανάστασιν ἐν Μακεδονίᾳ. Καταλαμβάνονται ὑπό τῶν ἐπαναστατῶν αἱ κωμοπόλεις καί τά χωρία τά κατοικούμενα ὑπό βλαχοφώνων Κρούσοβον, Πισοδέριον, Νέβεσκα κ.λπ. Ταύτην τήν στιγμήν μανθάνω ὅτι κατελήφθη καί ἡ Κλεισούρα».

Ὁ Κωνσταντῖνος Κυπραῖος, Γ. Πρόξενος τῆς Ἑλλάδος στό Μοναστήρι, ἀναφέρει στόν Πρωθυπουργό καί Ὑπουργό Ἐξωτερικῶν Δημήτριο Ράλλη: «24 Ἰουλίου 1903. Οἱ ἀντάρται, σχεδόν ἄνευ ἀντιστάσεως, κατέλαβον τό Κρούσοβον. Ἤδη ἐπαπειλεῖται ἡ κατάληψις τοῦ Πισοδερίου, τῆς Φλωρίνης καί αὐτῆς ταύτης τῆς Νεβέσκης. Διατρέχομεν τόν ἔσχατον κίνδυνον νά ἀπολέσωμεν τό Μεγάροβον, τό Τύρνοβον, τήν Νιζόπολιν, τό Μπρούσνικ καί αὐτό τό Μπούκοβον.

30 Ἰουλίου 1903. Ἀπό τῆς Παρασκευῆς ἐν Μοναστηρίῳ ὅλα τά καταστήματα εἶναι κλειστά. Οὐδείς τολμᾷ νά ὁμιλήσῃ ὑψηλοφώνως. Ἡ πόλις παρουσιάζει τήν ὄψιν νεκροπόλεως ἐπί τῆς ὁποίας βαρύνει ἀτμόσφαιρα αἵματος καί ὀλέθρου. Ἀλλά ἀλγεινοτέρα εἴδησις τῆς τελευταίας στιγμῆς. Οἱ λησταντάρται εἰσήλασαν ἐν Κρουσόβῳ καί τό κατέλαβον ἐν σμικροτάτῳ χρονικῷ διαστήματι. Ἀφοῦ συνέλαβον πάντας τούς ἀντισταθέντας, τούς κατέσφαξαν ἀπό τοῦ ἀρχηγοῦ μέχρι τοῦ τελευταίου στρατιώτου. Ἡ εἴδησις τῆς καταλήψεως τοῦ Κρουσόβου εἶχεν ἀστραπιαίως διαδοθῇ. Ἐδόθη, λοιπόν, παραχρῆμα διαταγή νά ἐκκινήσουν δύο τάγματα πεζικοῦ.

2 Αὐγούστου 1903. Τό Κρούσοβον κατελήφθη καί ἐλεηλατήθη ὑπό τοῦ Στρατοῦ. Ὡς λέγεται, ἐπυρπολήθη τό πλεῖστον τῶν οἰκιῶν τῶν Ὀρθοδόξων καί τό δημόσιον κτίριον κατ’ ἄλλους ὑπό τῶν βολῶν τῶν πυροβόλων, κατ’ ἄλλους δέ ὑπό τῶν ἀνταρτῶν οἵτινες ἐπίτηδες ἔβαλον πῦρ διά πετρελαίου εἰς τάς οἰκίας τῶν Ὀρθοδόξων. Ἀπό τό Κρούσοβον στρατιῶται καί μπασιμπουζοῦκοι ἔφεραν καί πωλοῦν ἐδῶ καί εἰς Περλεπέν διάφορα πράγματα καί σκεύη, φορέματα καί διαμαντικά».

Μέχρι τίς 6 Αὐγούστου 1903. Οἱ κομμιτατζῆδες εἶχαν εἰσέλθει διαδοχικά στά τρία ἄλλα βλαχόφωνα προπύργια τῆς Ἄνω Μακεδονίας. Στό Πισοδέρι σκότωσαν τρεῖς ἀγωγιάτες, ἀλλά σύντομα ἀπεχώρησαν διότι προήλαυναν ἰσχυρές δυνάμεις τοῦ ὀθωμανικοῦ στρατοῦ. Ὡστόσο συνέχισαν νά ἐνεργοῦν στόν στρατηγικῆς σημασίας αὐχένα τοῦ Πισοδερίου. Στή Νέβεσκα πρῶτα καί στήν Κλεισούρα μετά εἰσῆλθε ἐπί κεφαλῆς ἑκατοντάδων κομμιτατζήδων ὁ βοεβόδας Βασίλης Τσακαλάρωφ ὁ ὁποῖος πυρπόλησε τόν στρατῶνα τῆς Νέβεσκας καί ἅρπαξε ἀνά 1.300 χρυσές λίρες λύτρα ἀπό τούς κατοίκους τῶν δύο αὐτῶν πλουσίων κωμοπόλεων γιά νά σεβασθεῖ τή ζωή τους. Ἀπεχώρησε μέ τή βεβαιότητα ὅτι ὁ ἐπερχόμενος ὀθωμανικός στρατός θά κατέστρεφε συθέμελα τίς δύο κωμοπόλεις ὅπως εἶχε πράξει ἤδη στό Κρούσοβο. Ὡστόσο, ὁ Πρωθυπουργός καί Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν Δημήτριος Ράλλης, παπποῦς τοῦ μετέπειτα Πρωθυπουργοῦ Γεωργίου Ι. Ράλλη, ζήτησε καί πέτυχε ἀπό τήν Ὑψηλή Πύλη νά διαφυλάξει τά δύο αὐτά ἀκριβά βλαχοχώρια, διότι ἀποτελοῦσαν διαμάντια τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Τή σωστική αὐτή ἐπέμβαση Ράλλη ἐπιβεβαιώνει στίς 18 Αὐγούστου 1903 ὁ Ἴων Δραγούμης πού γράφει: «Κατ’ ἀνακοίνωσιν τοῦ Χιλμῆ πασᾶ, οὗτος, συνεπείᾳ συστάσεων γενομένων αὐτῷ ὑπό τοῦ ἐν Ἀθήναις Πρεσβευτοῦ τῆς Πύλης Σααδρεδίν βέη, τῇ αἰτήσει τοῦ κ. Ράλλη περί προφυλάξεως τῶν κωμοπόλεων Κλεισούρας καί Νεβέσκης, ἔδωκε τάς δεούσας διαταγάς οὕτως ὥστε οὐδείς τῶν κατοίκων ἔπαθέ τι».

Τό Κρούσοβο, ὅμως, εἶχε καταστραφεῖ. Μετά ἀπό ἕναν μῆνα ὁ Γ. Πρόξενος τῶν Ἡν. Πολιτειῶν στή Θεσσαλονίκη περιγράφει τήν καταστροφή σέ ἔκθεσή του πρός τήν Ἀμερικανική Πρεσβεία στήν Κωνσταντινούπολη: «368 κατοικίες καί 290 καταστήματα πυρπολήθηκαν. Ἀπό πλευρᾶς ἀμάχων πολιτῶν 68 γυναῖκες, παιδιά καί ἄνδρες κατεσφάγησαν. Τό ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι οὔτε ἕνας Βούλγαρος ἔπαθε τίποτα καί ὅτι οἱ στρατιῶτες δέν μπῆκαν κἄν στή βουλγαρική συνοικία. Αὐτή ἡ συνοικία εἶναι φτωχή καί ἐξ ἄλλου τά στρατεύματα εἶχαν συγκεντρώσει ἀπό τούς Ἕλληνες ὅσα λάφυρα μποροῦσαν νά μεταφέρουν. Τά βαριά λάφυρα, ὅπως ἔπιπλα κ.λπ., στιβάχτηκαν ἔξω ἀπό τήν πόλη καί τά μετακίνησαν ἀργότερα Τοῦρκοι χωρικοί σέ πάνω ἀπό 200 φορτία. Αὐτά τά λάφυρα προσφέρονται πρός πώληση στό Μοναστήρι καί στόν Περλεπέ. […] Ἡ περίπτωση τοῦ Κρουσόβου εἶναι χαρακτηριστική γιατί δείχνει ὅτι ἡ τακτική τῶν Βουλγάρων συνίσταται στό νά ἐκθέτουν ἑλληνικές πόλεις σέ ἀντίποινα καί ὅτι οἱ Τοῦρκοι οὔτε ἔμαθαν τίποτα οὔτε ξέχασαν τά παληά τους χούια. Οἱ ἀναφορές δείχνουν ὅτι τά τουρκικά στρατεύματα λεηλάτησαν καί ἔκαψαν περίπου 35 βουλγαρικά καί ἑλληνικά χωριά στό βιλαέτι Μοναστηρίου».

Ὁ Γεώργιος Μόδης, μαθητής τότε στό Γυμνάσιο Μοναστηρίου, ἔζησε ἐκεῖνες τίς ὧρες. Τίς περιγράφει μετά πολλά χρόνια: «Μέσα στήν πόλι ὠργίασαν οἱ φῆμες. Ἀκούαμε τό πρωί ὅτι ἔρχονται, ἔφθασαν οἱ ἐπαναστάτες καί τό βράδυ ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἑτοίμαζαν γενική σφαγή. Ἔλεγαν τήν μιά ὅτι εἶχαν ἀπελευθερωθῇ ὅλα τά γύρω μέρη, τήν ἄλλη ὅτι οἱ Τοῦρκοι παντοῦ ἔκαιαν καί ρήμαζαν. Πολλοί εἶχαν ἀναγνωρίσει καί τόν Σαράφωφ μεταμφιεσμένο σέ παπᾶ, χότζια, ζητιᾶνο, χωριάτη κ.λπ.! Ὁ Τοῦρκος γείτονάς μας περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά ἐπίστευε ὅτι ὅπως ἕνας εἶναι ὁ Ἀλλάχ μία ἦταν κ’ ἡ θεραπεία: ἡ γενική σφαγή τῶν ἀπίστων. Παρ’ ὅλα ὅμως τά παχειά του λόγια, ἔβλεπε κανείς εὔκολα τήν ἀνησυχία καί τόν φόβο καί στήν δική του ψυχή. Οἱ πρόσφυγες, πού ἔφθασαν τότε στό Μοναστήρι, διηγήθησαν πράγματα, πού ἔκαναν νά παγώσῃ τό αἷμα τῶν Μοναστηριωτῶν. Τά κομμουνιστικά ἔντυπα τῶν Σκοπίων ἔγραψαν ὅτι στό Κρούσοβο ἐκυμάτισε καί ἡ πρώτη “Μακεδονική” σημαία. Δέν ἐμάθαμε τότε ποῖα χρώματα εἶχε ἡ σημαία αὐτή, ἐάν, βέβαια, πραγματικά καί ὑπῆρξε. Ἔχω ἀκούσει ὅμως ἀπό χωρικούς τῆς περιοχῆς Ἀμυνταίου ὅτι σημαία τίς μέρες τοῦ Ἤλιντεν εἶχαν τήν βουλγαρική. Τό περίεργο, ἀλλ’ ὄχι ἀνεξήγητο, εἶναι ὅτι τό βουλγαρικό ἀρχηγεῖο ἐξέλεξε μέ ἰδιαίτερη προσοχή καί προτίμησι τά ἑλληνικά κέντρα, γιά νά στήσῃ τά μπαϊράκια του. “Ἀπελευθερώθηκαν” καί ἡ Κλεισούρα, ἡ Νέβεσκα (Νυμφαῖον), τό Πισοδέρι, ἀνθηρές καί πλούσιες βλαχόφωνες κωμοπόλεις».

Ὁ ὀθωμανικός Στρατός, συνοδευόμενος ἀπό μπασιμπουζούκους, ἐπέβαλε τρομερά ἀντίποινα παντοῦ ὅπου εἶχαν εἰσέλθει οἱ κομμιτατζῆδες στούς καζάδες Φλωρίνης, Καστοριᾶς, Κιρτσόβου καί Ἰστόκ. Στούς δύο πρώτους καζάδες πυρπόλησε συθέμελα περισσότερα ἀπό δώδεκα σλαβόφωνα χωριά, ἰδίως στίς Πρέσπες, στά Κορέστεια, στό Βίτσι καί στά περίχωρα τῆς Κλεισούρας ὅπου ἔσφαξε δεκάδες ἀμάχους-ἐξαρχικούς καί πατριαρχικούς. Στό πυρπολούμενο Ἀρμένσκο ( Ἅλωνα) ἔξω ἀπό τή Φλώρινα κάηκαν ζωντανοί ὀκτώ γέροντες καί ἕνα μωρό, ἐκτελέσθηκαν μέ τουφέκι 49 ἄνδρες, 18 γυναῖκες καί 2 βρέφη. Οἱ στρατιῶτες κομμάτιασαν ζωντανό ἕνα νήπιο καί τά κομμάτια του ἔριξαν στά σκυλιά. Ὅταν οἱ ἐπιζήσαντες προσπάθησαν νά καταφύγουν στή Φλώρινα, οἱ Ἀρχές τούς ἀπαγόρευσαν νά εἰσέλθουν. Ὁ Στρατός ἔκαψε τά χωριά Ζαγορίτσανη, Μπόμπιστα καί Μόκρενα ὅπου σκότωσε 150 κατοίκους. Ἀκολούθησαν τό Μπομπόκι, ἡ Πρεκοπάνα, ἡ Τσερέσνιτσα καί ἡ Βύσσιανη. Ὁ Μητροπολίτης Καστορίας Γερμανός Καραβαγγέλης διαμαρτυρήθηκε ἔντονα. Ἡ Ἄνω Μακεδονία βυθίσθηκε στή φωτιά, τό αἷμα, τό πένθος καί τόν φόβο. Ξεσηκώθηκε σάλος στήν Εὐρώπη καί ἐκδηλώθηκε συμπάθεια γιά τούς Βουλγάρους. Τό Κομμιτᾶτο κατηγορήθηκε ὅτι θυσίασε ἐν ψυχρῷ τά χωριά, ἀκόμη καί Ἐξαρχικούς, γιά νά κερδίσει μέ τήν διεθνῆ διπλωματία ὅσα δέν μποροῦσε μέ τά ὅπλα.

Ὁ Γεώργιος Μόδης, ὁ ἐπιφανέστερος εἰδικός στό Μακεδονικό, γράφει: «Οἱ Βούλγαροι δέν πήγαιναν βέβαια γιά νῖκες καί δόξες. Πρακτικοί ἄνθρωποι ἐπεδίωξαν μέ τό κίνημα καί σκοπούς πρακτικούς, τήν ἐξέγερσι τῆς εὐρωπαϊκῆς καί παγκόσμιας κοινῆς γνώμης. Ἄν κάηκαν καί καταστράφηκαν χωριά καί ἐδεινοπάθησαν πληθυσμοί, λίγο τούς ἔνοιαζε. Ὅσο περισσότερα ἦσαν τά θύματα τόσο τό καλύτερο. Οἱ πολυτιμότεροι σύμμαχοί των πρός τήν κατεύθυνσι αὐτή ὑπῆρξαν οἱ Τοῦρκοι. Μέ τήν μωρία καί τήν θηρωδία, τόν ἐκνευρισμό καί φανατισμό τους, ἔπαιξαν περίφημα τό παιχνίδι τῶν χειροτέρων ἐχθρῶν τους. Τά πλιατσικολογήματα καί οἱ καταστροφές τούς κόστισαν πολύ περισσότερο ἀπ’ τίς ζημίες, πού προξένησαν. Δέν ἦσαν καί οἱ Βούλγαροι ἀπό ἐκείνους, πού ἀγνοοῦσαν ἤ περιφρονοῦσαν τήν προπαγάνδα. Ἔκαμαν θαυμάσια τήν δουλειά τους καί μάλιστα μέ δικά μας κόλλυβα, ὅπως στό Κρούσοβο, ὅπου μ’ ἕνα σμπάρο πέτυχαν δύο τρυγόνια: τήν ἑλληνική καταστροφή καί τήν βουλγαρική της ἐκμετάλλευσι. Γενική ἀντιτουρκική ἐξέγερσις ξέσπασε σ’ ὅλη τήν Εὐρώπη. Θά ἔλεγε κανείς ὅτι ἡ ἐπανάστασις μεταπήδησε, ἀπ’ τά Κορέστια καί τό Κίρτσοβο, στό Παρίσι καί τό Λονδῖνο».

Ἄλλωστε, 49 ἡμέρες πρίν τήν ἐξέγερση τοῦ Ἤλιντεν, ὁ Ἄγγλος Πρόξενος στά Σκόπια Raphael A. Fontana ἀνέφερε τήν 1η Ἰουνίου 1903 σέ ἔκθεσή του:

«Ἐργάζονται γιά μιά γενική ἐξέγερση τῶν Βουλγάρων καί εἶναι ἕτοιμοι νά σφαγιασθοῦν προκειμένου νά ἐπιτύχουν τόν στόχο τους, δηλαδή “Ἡ Μακεδονία στούς Μακεδόνες” πού ἀναμφίβολα σημαίνει “Ἡ Μακεδονία στούς Βουλγάρους”».

Δύο σχεδόν μῆνες μετά τίς θηριωδίες τῶν Ὀθωμανῶν, ὁ τρόμος ἐξακολουθοῦσε. Ἀκόμη οἱ Ὀθωμανοί λαφυραγωγοῦσαν τά χωριά καί βίαζαν ὁμαδικά τίς γυναῖκες. Κύματα προσφύγων ἀπό τό Κρούσοβο, τήν Κλεισούρα καί τή Νέβεσκα κατέκλυσαν τό Μοναστήρι καί τή Θεσσαλονίκη ὅπου πύκνωσαν τήν ἑλληνική ἀστική τάξη τήν ὁποία ἤδη ἀποτελοῦσαν συγχωριανοί τους καί ἄλλοι πολλοί Βλάχοι. Ρίχτηκαν στόν Ἀγῶνα, πού εἰσέρχονταν πλέον στήν αἱματηρότερη καί ἀγριότερη ἀναμέτρηση. Ἔτσι ἄρχισε ἡ τελική ἔνοπλη φάση τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνα.

Μετά ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια τό Κράτος τῶν Σκοπίων διεκήρυσσε στό Προοίμιο τοῦ Συντάγματός του ὅτι «ἡ Δημοκρατία τῆς Μακεδονίας εἶναι ἡ συνέχεια τῆς Δημοκρατίας τοῦ Κρουσόβου». Ἀκόμη ἰσχυρίζεται ὅτι τήν Ἐξέγερση τοῦ Ἤλιντεν ἔκανε τό «Μακεδονικό Ἔθνος». Ἡ ἀπάτη εἶναι αὐταπόδεικτη, ἀλλά καλά κρατεῖ. Ἀπό τό Κρούσοβο κατάγονταν μεταξύ ἄλλων οἱ καθηγητές Ἀλέξανδρος Σβῶλος καί Κων. Α. Βαβοῦσκος, ἐπί τριάντα χρόνια Πρόεδρος τῆς Ἑταιρείας Μακεδονικῶν Σπουδῶν, δεκάδες ἐπιφανεῖς Θεσσαλονικεῖς καί ἡ ἐκ πατρός γιαγιά τοῦ σημερινοῦ Δημάρχου Θεσσαλονίκης Γιάννη Στ. Μπουτάρη, τό γένος Νιτσιώτα. Ἀπό τό Μοναστήρι ὁ σημερινός Πρύτανις τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Περικλῆς Μήτκας, ἑκατοντάδες ἄλλοι διαπρεπεῖς καί ἡ Ἀλίκη Ὡρολογᾶ πού χάρισε στήν πόλη τό Τελλόγλειο Ἵδρυμα.

Ὁ συγγραφέας τοῦ παρόντος γεννήθηκε στή Νέβεσκα· στό πατρογονικό λῖκνο ἔζησε ζωντανά ὅλες τίς πατρῶες μνῆμες τοῦ Ἤλιντεν, τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνα καί τῶν προηγουμένων ἐπαναστατικῶν κινημάτων.

Οὐαί ὑμίν, Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι, ὑποκριταί!…


Κεντρικό θέμα