BBC: Στρατιωτική βάση στά Κατεχόμενα ἀνακοινώνει ὁ Ἐρντογάν στίς 20 Ἰουλίου
Γράφει ὁ Βύρων Γ. Πολύδωρας
ΟΙ «ΕΞΕΥΜΕΝΙΣΤΕΣ» εἶναι δειλοί καί ἀνόητοι. Φυσικά, καί ἀνιστόρητοι. Γιατί ἀγνοοῦν ἠθελημένα τό χωρίς ἐξαίρεση δίδαγμα τῆς ἱστορίας. Ὅτι οὐδείς γλίτωσε ἀπό τή μάχαιρα καί ἀπό τό «τοπούζι» τῶν βαρβάρων. Οὐδείς ἐκάμφθη ἀπό τίς παρακλήσεις καί τίς ἱκεσίες τῶν γονατιστῶν παραδομένων. Ἄν ἦταν ἀλλιῶς, ὁ Σαμουήλ στό Κούγκι, οἱ γυναῖκες στό Ζάλογγο καί στή Νάουσα, ὁ Καψάλης στό Μεσολόγγι, ὁ ἡγούμενος Γαβριήλ στό Ἀρκάδι καί ὅπου ἥρωες καί τόποι θυσίας, πραγματικές «ἅγιες Τράπεζες» καί ἱερά θυσιαστήρια, οἱ μάρτυρες θά εἶχαν θυσιασθεῖ ἐπί ματαίῳ. Ὄχι ὡς ἥρωες καί ἡρωίδες ὑπέρ τῆς Ἐλευθερίας. Ἀλλά σάν «κακοί διαπραγματευτές», κατά τή γλῶσσα τῶν ἐνδοτικῶν.
Σαράντα ἑφτά χρόνια μετά τό 1974 ὁ «Ἀττίλας» ἐπανεισβάλλει στήν Κύπρο. Ὄχι στρατιωτικά, ἀλλά τό ἴδιο βάρβαρα καί προκλητικά. Καί ἀπό τίς «σύμμαχες» καί φίλιες δυνάμεις, Εὐρωπαϊκή Ἕνωση καί ΝΑΤΟ, τό ἴδιο προδοτικά καί φιλαργυρικά. Οἱ Τοῦρκοι παριστάνοντες τό 1974 τήν μία ἀπό τίς τρεῖς ἐγγυήτριες δυνάμεις τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Κύπρου, στίς 20 Ἰουλίου εἰσέβαλαν στό νησί, ὡς «Ἀττίλας Ι καί ΙΙ». Οἱ ἄλλες δύο ἐγγυήτριες, Ἑλλάδα καί Ἀγγλία, ποῦ ἦσαν; Ἔσπευσαν στή Γενεύη γιά νά διαπραγματευθοῦν τήν εἰρήνη. Ὁ Ἀττίλας προήλαυνε, κατέκαιε, κατέστρεφε ἐκκλησίες καί ἅρπαζε ἱερά κειμήλια, κατέσφαζε γυναικόπαιδα καί γέροντες, συνελάμβανε ὁμήρους, ἀγνοούμενους μέχρι σήμερα, καί ὁ Μακάριος ἀγόρευε στά ἡνωμένα Ἔθνη παρέχοντας κατ’ οὐσίαν συγχωροχάρτι στόν Τοῦρκο εἰσβολέα καί νομιμοποιητικά «ἔγγραφα» κατοχῆς τοῦ μισοῦ σχεδόν ἐδάφους τῆς Κύπρου. Οἱ Ἕλληνες πανηγύριζαν τήν πτώση τῆς χούντας!!! Καί οἱ πληγές μένουν ἀκόμη ἀνίατες, χαίνουσες καί αἱμορραγοῦσες.
Στή θέση «Μακεδονίτισσα» βρίσκεται ὁ «τύμβος», τό στρατιωτικό νεκροταφεῖο Ἐλλαδιτῶν καί Ἑλληνοκυπρίων πεσόντων στούς ἀγῶνες κατά τῶν Τούρκων. Κατά τῆς ἀπρόκλητης, ὕπουλης, βάρβαρης καί ἀπό πολλά κέντρα ὑποκινούμενης, εἰσβολῆς. Ὅταν ἡ Ἑλλάς ἐλάμβανε πανταχόθεν σήματα νά ἀπέχει ἀπό κάθε ναυτική καί ἀεροπορική ἐμπλοκή. Ἔτσι οἱ Τοῦρκοι δέν ἔκαναν ἀπόβαση ἐπιχειρησιακή, ἀλλά ἀποβίβαση ἐκδρομέων.
Παρά ταῦτα, οἱ Ἕλληνες καί οἱ Ἑλληνοκύπριοι πολέμησαν, ἔστω μόνοι καί προδομένοι. Πάμπολλα τά ἡρωικά παραδείγματα. Θέλω νά ἀναφερθῶ στή μνήμη ἑνός παλληκαριοῦ, Ἕλληνα στρατιώτη θητείας, πού ἔπεσε ἡρωικά ἀπό πολυβολισμό τούρκικου ἀεροπλάνου: τοῦ Λάμπρου Νικητόπουλου ἀπό τήν Ἀνδρίτσαινα. Στίς μεγάλες καί καταστροφικές, φονικές πυρκαϊές τοῦ 2007 στήν Ὀλυμπία, εἶχε ἔλθει καί μιά ὁμάδα πυροσβεστῶν ἀπό τήν Κύπρο. Μετεῖχαν ἐνεργά στίς ἐπιχειρήσεις πυρόσβεσης. Μετά ἀπό μιά κοπιώδη κατάσβεση στόν συνοικισμό «Τσουράκι», προσκαλοῦνται ἀπό ἕνα εὐγενικό ἀνδρόγυνο ἡλικιωμένων ἀνθρώπων γιά ἕνα ποτήρι νερό. Μόλις μπῆκαν βλέπουν στό τζάκι μιά κορνιζαρισμένη φωτογραφία ἑνός χαμογελαστοῦ στρατιώτη. Στόν βραχίονα τοῦ ἔγραφε ΕΛΔΥΚ. Μάθανε ἀπό τά βουρκωμένα μάτια καί τά λυγμικά χείλη τῶν μεσήλικων οἰκοδεσποτῶν ὅτι ἦταν τό παιδί τους, ὁ Λάμπρος. Σκοτώθηκε στήν Κύπρο στόν πόλεμο τοῦ 1974. Ἦταν τραυματιοφορέας. Συνέλεξε μέ τήν ὁμάδα του ἀπό τή μάχη τοῦ ἀεροδρομίου –πού δέν ἔπεσε– μιά «φουρνιά» ἀπό τραυματίες. Τούς συνόδευσε στήν Ἀθήνα στό 401. Ξαναγύρισε πίσω. Συνέλεξαν ἄλλους τόσους τραυματίες καί τούς μετέφεραν στήν Ἀθήνα. Καί ξαναγύρισε. Ἐνῶ τήν τρίτη φορά ἦταν στό πεδίο καί περιέθαλπε ἤ συνέλεγε τραυματίες, δέχθηκε τήν ὕπουλη καί θανάσιμη ριπή ἀπό ἀεροπλάνο τοῦ ἐχθροῦ. Καί εἶχαν στίς στολές τους εὐδιάκριτο τό σῆμα τοῦ ἐρυθροῦ σταυροῦ. Ὁ ἥρωας Λάμπρος Νικητόπουλος τιμήθηκε ἀπό τήν Κυπριακή Δημοκρατία (καί τό Ἑλληνικό Κράτος) μέ προτομή στό γιοφύρι τῆς Καρύταινας στή διασταύρωση τοῦ δρόμου πρός τό χωριό του. Καί στέκει ἐκεῖ καί φυλάει. Καί μοῦ θυμίζει τό πρωτοφανές: ὅτι «κατετάγη» τρεῖς φορές. Καί ἔπεσε ἐν ὥρᾳ ὑπηρεσίας καί εὐόρκου καθήκοντος κατά τήν τρίτη κατάταξή του. Δέν ἔμεινε στήν Ἀθήνα. Δέν προσποιήθηκε ἀσθένεια. Οὔτε ὑπερκόπωση. Ἀκολουθοῦσε μόνον τή φωνή τῆς συνειδήσεώς του καί τῶν προγόνων του ἐπαναστατῶν τοῦ 1821 στό Λύκαιο Ὄρος, καί τῶν πολεμιστῶν τῆς Μικρασίας (1922) καί τῆς Ἀλβανίας (1940) καί τῆς Ἐθνικῆς Ἀντίστασης (1941-45). Πολεμοῦσαν ὅλοι τους, ὄχι γιά τά πλούτη τους, πού δέν εἶχαν, ἀλλά γιά τήν Ἰδέα, τῆς Πατρίδας καί τῆς Ἐλευθερίας. Γιά τήν τιμή τους. Αὐτός ἦταν ὁ Λάμπρος Νικητόπουλος. Τόν ἀσπάζομαι (στό ὀρειχάλκινο λαμπερό καί σεπτό πρόσωπό του) κάθε φορά πού περνάω ἀπό ἐκεῖ. Δέν ἐμποδίζω μέ τίποτα τά δάκρυά μου νά κυλήσουν.
Ὅσο γιά μένα, γιά πρώτη φορά θά σᾶς πῶ ἕνα μυστικό μου. Ἤμουν στήν Ἀμερική, στό Λάς Βέγκας, σπούδαζα γιά τό Masters μου στίς πολιτικές ἐπιστῆμες. Βρέθηκα ἐκεῖ μέ μιά ὑποτροφία Φούλμπραϊτ. Ὅταν στίς 20 Ἰουλίου εἶδα στήν ἀμερικάνικη τηλεόραση τίς φωτιές καί τούς βομβαρδισμούς στήν Κερύνεια, στή Λεμεσό καί στή Λευκωσία καί ἄκουσα τίς λέξεις invasion καί war/τουρκική εἰσβολή καί πόλεμος, πῆρα τό πρῶτο ἀεροπλάνο γιά Νέα Ὑόρκη καί ἐκεῖθεν γιά Ἀθήνα ἤ ὅπου ἐγγύτερα. Στή Νέα Ὑόρκη παρουσιάστηκα στό Προξενεῖο γιά νά καταταγῶ ὡς ἐθελοντής. Μοῦ ἀπήντησαν ὅτι δέν ἔχω ὑποχρέωση κατατάξεως, γιατί βρίσκομαι νομίμως ἐκτός στρατεύματος. Γιά τήν Ἀθήνα δέν πετοῦσαν ἀπό καμμία ἑταιρεία. Βρῆκα ἕνα τῆς TWA γιά τή Ρώμη. Τό πῆρα, βγάζοντας εἰσιτήριο one way. Εἶπα μέσα μου, ἄς πᾶμε μέχρι τή Ρώμη καί ἀπό ’κεῖ καί πέρα βλέπουμε. Ἔφθασα στή Ρώμη. Περίμενα κάποια πτήση γιά Ἀθήνα. Τά χαράματα «βγῆκε» μιά πτήση. Τήν πῆρα καί τά ξημερώματα τῆς 24 Ἰουλίου 1974 προσγειωθήκαμε στό Ἑλληνικό. Πῆγα σπίτι. Τούς αἰφνιδίασα ὅλους. Κανείς δέν μέ περίμενε. Ἕνας ἀδελφός μου, ὁ Σωτήρης ἔφ. Ἀξιωματικός (ὁ μετέπειτα πρόεδρος τοῦ ΔΣΑ), εἶχε ἐπιστρατευθεῖ ἤδη. Θυμᾶμαι τήν ἀγκαλιά τῆς μάνας μου. Ὄχι κλάματα. Σπαρτιάτικο ἦθος, φυσικό, ἀρχέτυπο. Φόρεσα τή στολή μου, τοῦ Ἐφ. Ἀνθυπολοχαγοῦ, καί ἔφυγα γιά τό Μεγάλο Πεῦκο (τήν Ἐπιστρατεύουσα Ἀρχή). Στό Μεγάλο Πεῦκο μέ στρατολόγησαν ὡς «ἐθελοντή» (κατ’ ἐξαίρεση). Δύο ἀντισυνταγματάρχες συγκροτοῦσαν τά δύο τάγματά τους. Μέ ἤθελαν καί οἱ δύο. Διάλεξα ἐγώ ἐκεῖνον πού μοῦ θύμιζε ἕναν ἀξιωματικό εὐκίνητο καί νευρώδη ἀπό τή «Γέφυρα τοῦ Ποταμοῦ Κβάι». Ἡ μονάδα πού συγκροτοῦσε θά ἔφευγε γιά τήν Κύπρο. Ἡ προσωρινή της ἕδρα σάν σημεῖο συγκεντρώσεως καί ἐκκινήσεως ἦταν ἡ θέση «Πυργάρι» Μεγάρων. Ἡ παρουσία μοῦ προκάλεσε μιά κάποια αἴσθηση: «ἐθελοντής ἀπό τήν Ἀμερική». Ἀνέλαβα τή διμοιρία μου (40 ἄνδρες) μέ τόν ἀτομικό καί ὁμαδικό τους ὁπλισμό καί τούς ἐγκατέστησα σέ 4 σκηνές πού εἶχαν ἀναπτυχθεῖ στόν λόφο μέ τίς ἐλιές. Ἔκανε πολλή ζέστη. Πολλοί ἀπό τούς στρατιῶτες προτιμοῦσαν νά ξαπλώσουν στήν κουβέρτα τους ὑπό τόν ἔναστρο οὐρανό. Κανείς δέν κοιμήθηκε. Ὅλοι εἶχαν κολλημένο τό αὐτί τους σέ τρανζιστοράκια. Ἐμεῖς οἱ ἀξιωματικοί ἐλαμβάναμε σήματα ἀπό τό κέντρο, μᾶλλον ἀναβλητικοῦ περιεχομένου. Κάποιες ἐρωταποκρίσεις γιά τό τί μᾶς λείπει καί τί χρειαζόμαστε καί ἕνα πανομοιότυπο συμπέρασμα: «ΑΝΑΜΕΙΝΑΤΕ ΜΕΧΡΙ ΝΕΩΤΕΡΑΣ». Ἕνας ἀνθυπολοχαγός δούλευε μέ δύο γραμματικούς ἀκατάπαυστα. Στρατολογοῦσε ὅλους τούς ἄνδρες κατά λόχους, διμοιρίες καί ὁμάδες μέ ἀξιωματικούς, ὑπαξιωματικούς καί ὁπλῖτες καί ὁπλισμό. Ἦταν ὁ στρατολόγος τῆς μονάδος: Ἀνθυπολοχαγός Βασ. Σημ. Περιμέναμε. Ἡ ἀναμονή νευρική, ἀφόρητη. Τό διάγγελμα τοῦ Καραμανλῆ ἀκούστηκε. Ἦταν σαφές: Δημοκρατία, Ἐλευθερία στήν Κύπρο, ἔντιμη διαπραγμάτευση καί ἔνοπλη εἰρήνη. Ἔτσι τό προσλάβαμε στόν ἐλαιῶνα, στό «Πυργάρι» Μεγάρων, ἐκεῖνες τίς ὧρες τῆς ἤρεμης ἀγωνίας. Μετά ἀπό κάμποσες μέρες ἦρθε ἡ «λήξη συναγερμοῦ». Καί ἡ ἀπόλυση. Τόν Σεπτέμβριο ἤμουνα πίσω στό πανεπιστήμιό μου στήν Ἀμερική.
Πολλά χρόνια (25;) μετά, συναντηθήκαμε στό Προεδρικό σέ μιά δεξίωση τοῦ διπλωματικοῦ Σώματος μέ τόν Βασ. Σημ., ἄξιο καθ’ ὅλα πρέσβυ ἐπί τιμῇ. Σέ ἕναν ὅμιλο διπλωματῶν μᾶς μιλοῦσε γιά τίς μέρες πού περάσαμε μαζί στήν ἐπιστράτευση. Συγκινήθηκα, γιατί μᾶς θύμισε πώς ὁ Διοικητής τῆς Μονάδος μοῦ ζήτησε νά μιλήσω στούς στρατιῶτες, στήν ἀναφορά τοῦ Τάγματος. Καί ’γώ ἰσοκρατώντας ἕναν ἠθικό, ἐθνικό καί δημοκρατικό τόνο τούς μίλησα γιά τήν πατρίδα, γιά τίς Θερμοπύλες, γιά τήν Κύπρο τοῦ Τεύκτρου, τοῦ Κίμωνα καί τοῦ Εὐαγόρα, καί γιά τή συμμετοχή τῶν Κυπρίων ἀδελφῶν μας στόν ἀγῶνα τοῦ 1821.
Ἀφίχθησαν τότε, τό 1821, ἐδῶ, οἱ Κύπριοι ἀδελφοί μας μέ τήν λευκή τετράγωνη σημαία τους μέ γαλάζιο Σταυρό, ὅπου στό ἄνω ἀριστερό τμῆμα ἔφερε τήν ἐπιγραφή (ὀρθῆς συνειδήσεως καί τέλειας ἀνορθογραφίας): «ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝΗΚΙ ΠΑΤΡΗΣ ΚΗΠΡΟΥ», πού σώζεται στό Ἐθνικό Ἱστορικό Μουσεῖο τῶν Ἀθηνῶν, στήν Παλαιά Βουλή. Νά θυμηθοῦμε, εἶναι καλή ἡ ὥρα, τήν ἀπάντηση τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια στόν Ἄγγλο διπλωμάτη, ἐκπρόσωπο τοῦ Φόρεϊν Ὄφισ Γουΐλμοτ-Χόρτον, περί τοῦ ποία εἶναι τά ὅρια τῆς Ἑλλάδος, ὡς μελλοντικοῦ κράτους: «Τά ὅρια ταῦτα ἀπό τοῦ 1821 καθορίζονται ὑπό τοῦ αἵματος τοῦ ἐκχυθέντος εἰς τά σφαγεῖα τῶν Κυδωνιῶν, τῆς Κύπρου, τῆς Χίου, τῆς Κρήτης, τῶν Ψαρῶν καί τοῦ Μεσολογγίου» (προφανῶς ἐνδεικτική ἡ ἀναφορά, ἀλλά στέρεο καί ἀποφασίζον τό κριτήριο τοῦ αἵματος.)
Σήμερα, ὁ Τοῦρκος οἰηματίας, ἀλαζών καί κομπαστής μέ ἀμείωτη τήν βαρβαρότητά του, ἴδιος καί ἀπαράλλαχτος «Ἀττίλας», ἐπανεισβάλλει μέ διχοτομικές ἀνοιχτές καί βέβηλες προθέσεις στά Βαρώσια πού ὑποτίθεται ὅτι εἶναι οὐδέτερη «no man’s city» πόλη (ἡ Ἀμμόχωστος μέ τά προάστιά της). Καί γράφει στά παλιά του «πασουμάκια» ὅλες τίς ἀποφάσεις καί τά ψηφίσματα τοῦ ΟΗΕ καί τῆς ΕΕ. Μοιραῖοι καί ἄβουλοι, οἱ κρυψίνοες καί «λιγούρηδες» Εὐρωατλαντικοί σύμμαχοι τῆς Ἑλλάδος, δικαιολογοῦν τόν ρόλο τους μέ δηλώσεις καί (δῆθεν) ἀπειλή κυρώσεων, ἐνῶ στήν οὐσία παραδίδονται καί παζαρεύουν. Ἐννοεῖται, ὅτι τά ἑκατομμύρια τῶν Γερμανο-Τουρκων εἶναι ρυθμιστικός καί κυρίαρχος παράγων τῆς ζωῆς καί τῆς κουλτούρας τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Μαζί μέ τά συμβόλαια γιά πώληση καί παραγωγή ὁπλικῶν συστημάτων (καί δή ὑποβρυχίων) στή Νέα Ὀθωμανική αὐτοκρατορία τοῦ Ἐρντογάν.
Καί ἡμεῖς καθεύδομεν; Ἀντί νά ὁρκιζόμαστε στά ὅπλα τά ἱερά, τῆς ἑλληνικῆς κατασκευῆς καί τά προοριζόμενα νά χρησιμοποιηθοῦν ἀπό ἑλληνικά χέρια γιά τήν ἐθνική ἄμυνά μας, ἀνεξαρτησία μας καί ἐδαφική μας ἀκεραιότητα. Ἐάν καί ὅταν παρουσιασθεῖ ἀνάγκη. Ὥς πότε θά ἀνταγωνίζονται μεταξύ τους κόμματα καί φράξιες καί ὑποδιαιρέσεις τῆς ἐγχώριας ἐλίτ γιά τό ποιός-ποιά θά ὑποχωρήσει περισσότερο;