«Ἀπρόβλεπτη ἡ Ἀμερική, ἀδύναμη ἡ Εὐρώπη, μέ τίς δυνάμεις μας μόνον»
ΗΧΗΡΕΣ προειδοποιήσεις γιά δυσμενεῖς ἐξελίξεις στά ἐθνικά μας θέματα –ἄν δέν ληφθοῦν δύσκολες ἀποφάσεις ἐγκαίρως, ἀπηύθυνε ἀπό τήν Θεσσαλονίκη ὁ πρώην Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλῆς στήν πρώτη μεγάλη δημόσια παρέμβασή του μετά τήν ἀποχώρησή του ἀπό τήν πρωθυπουργία. Χωρίς περιστροφές ὁ κ. Καραμανλῆς τόνισε σέ ἐκδήλωση τῆς Ἑταιρείας Μακεδονικῶν Σπουδῶν ὅτι τό προσφυγικό – μεταναστευτικό μπορεῖ νά δημιουργήσει προβλήματα πολιτικῆς ὁμαλότητας, κοινωνικῆς συνοχῆς ἀκόμη καί εὐρωπαϊκῆς ταυτότητος καί τρόπου ζωῆς! Προέβλεψε δέ πώς λόγω δημογραφικοῦ μπορεῖ νά μήν ἀπέχουμε μακρυά ἀπό τήν ἐθνική κρίση. Ὁ πρώην Πρωθυπουργός χαρακτήρισε τήν Εὐρώπη ἐσωστρεφῆ καί ἀδύναμη νά ἀντιμετωπίσει τό προσφυγικό, ἐνῶ χαρακτήρισε ἀπρόβλεπτη τήν Ἀμερική –γιά τήν ὁποία ἤδη ἐγείρονται θέματα συνεπείας καί ἀξιοπιστίας. Ἀπέρριψε τίς συστάσεις νά καθίσουμε στό τραπέζι καί νά τά βροῦμε μέ τούς Τούρκους, ὑπεστήριξε ὅτι στήν Θράκη, τό Αἰγαῖο καί τήν Κύπρο μετρᾶται καθημερινῶς ἡ ἀντοχή τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί σημείωσε πώς ὅ,τι κι ἄν συμβεῖ θά βασιστοῦμε στίς δικές μας δυνάμεις. Ὅσον ἀφορᾶ τίς Πρέσπες ὑπό τό φῶς τῶν νέων δεδομένων ἔκανε ἀναφορά στίς μεγάλες ἀδυναμίες τῆς Συμφωνίας. Τέλος, μέ τήν παρουσία του δίπλα στόν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο καί τήν ἀναφορά του σέ αὐτόν, ἔστειλε μήνυμα πώς στηρίζει τήν ἐπανεκλογή του στό ἀξίωμα. Τά σημαντικώτερα ἀποσπάσματα τῆς ὁμιλίας τοῦ πρώην Πρωθυπουργοῦ ἔχουν ὡς ἑξῆς:
«Ἡ σημερινή μας πανηγυρική συνάντηση γίνεται τήν ἐπαύριο τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἱερᾶς μνήμης τοῦ Πολιούχου μας μάρτυρα Ἁγίου Δημητρίου. Λίγες ἡμέρες μετά τήν Διεθνῆ Ἔκθεση, ἡ πόλη μας, ἡ Θεσσαλονίκη, γιορτάζει ὅπως ὁρίζει ἡ μακραίωνη παράδοσή της. Σέ κείμενο τοῦ 12ου αἰῶνα (Τιμαρίων), βρίσκουμε μία διαφωτιστική περιγραφή τῆς ἑορτῆς τῶν Δημητρίων: “Ἑορτή δέ ἦν τά Δημήτρια ὥσπερ ἐν Ἀθήνῃσι Παναθήναια καί Μιλησίοις τά Πανιώνια, γίνεται δέ καί παρά Μακεδόσι μεγίστη τῶν πανηγύρεων. Συρρέει γάρ ἐπ’ αὐτήν οὐ μόνον αὐτόχθων ὄχλος καί ἰθαγενής, ἀλλά πάντοθεν καί παντοίως, Ἑλλήνων τῶν ἁπανταχοῦ, Μυσῶν (Βουλγάρων/Σλάβων) τῶν παροικούντων, γένη παντοδαπά Ἴστρου μέχρι καί Σκυθικῆς (Κουμάνων, Οὔζων, Πετσενέγγων, Οὕγγρων), Καμπανῶν, Ἰταλῶν, Ἰβήρων, Λυσιτανῶν καί Κελτῶν (Λομβαρδῶν, Ἰταλο-Νορμανδῶν, Καστιλλιάνων, Ἀραγωνέζων καί Πορτογάλων) καί Κελτῶν τῶν ἐπέκεινα Ἄλπεων (Γάλλων) καί συλλήβδην εἰπεῖν, Ὠκεανιοί θῖνες (Ἰρλανδοί, Ἰσλανδοί) ἱκέτας καί θεωρούς ἐπί τόν μάρτυρα πεμπτουσία, τοσοῦτον αὐτῷ τῆς δόξης κατά τήν Εὐρώπη περίεστιν”.
Πρόκειται γιά μία, ἀπό τίς πολλές, ἱστορική πηγή πού μᾶς βοηθᾶ νά κατανοήσουμε τό γιατί ἡ Θεσσαλονίκη, ἡ κατά τήν διαπρεπῆ Βυζαντινολόγο Ἑλένη Γλύκατζη Ἀρβελέρ, «βαθύτατα κοσμοπολίτικη καί εὐρωπαϊκή», ἦταν πάντα φορέας πολιτιστικῶν ρευμάτων πού ζωογόνησαν τή Δύση καί τήν Ἀνατολή “κάθε φορά πού ἡ μακραίωνη ἱστορία τῆς Μακεδονίας ἔθεσε τήν περιοχή αὐτή ὁρόσημο πολιτισμοῦ, δηλαδή σχεδόν πάντοτε”.
Ἡ 26η καί ἡ 28η Ὀκτωβρίου σηματοδοτοῦν δύο ἐμβληματικά ὁρόσημα τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου, τῆς νεότερης ἱστορίας μας. Στίς 26 Ὀκτωβρίου τοῦ 1912, στήν κορυφαία στιγμή τῆς ἐθνικῆς ἐξόρμησης τοῦ Α΄ Βαλκανικοῦ Πολέμου, ὁ Ἑλληνικός Στρατός εἰσῆλθε θριαμβευτής στήν Θεσσαλονίκη, ἀπελευθερώνοντας τήν πόλη ἀπό τόν ὀθωμανικό ζυγό. Ἄνοιξε ἔτσι ὁ δρόμος γιά τήν ἐνσωμάτωση τῆς Μακεδονίας στόν ἱστορικά φυσικό της χῶρο, στόν Ἐθνικό κορμό. Στίς 28 Ὀκτωβρίου τοῦ 1940 ἡ μικρή Ἑλλάδα ὄρθωσε τό ἀνάστημά της στίς ἀσυγκρίτως ὑπέρτερες δυνάμεις τοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ καί τῆς βίας. Ἀπάντησε «ΟΧΙ» στίς ἀξιώσεις τοῦ εἰσβολέα πού ἡ ἀλαζονεία τῆς δύναμης τόν ἔσπρωξε σ’ ἕνα μέγα ἱστορικό λάθος: ὁ Ἐλύτης τό περιγράφει γλαφυρά:
“Ἐκεῖνοι πού πράξαν’ τό κακό, τούς πῆρε μαῦρο σύννεφο… Παπποῦ δέν εἶχαν ἀπό δρῦ καί ἀπό ὀργισμένο ἄνεμο, στό καραοῦλι δεκαοχτώ μερόνυχτα… Δέν εἶχαν πίσω τους αὐτοί θεῖο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή…”. Ὑποτίμησαν οἱ εἰσβολεῖς μιά αὐτονόητη ἱστορική ἀλήθεια: ὅτι γιά μᾶς τούς Ἕλληνες ἡ προάσπιση τῆς ἐλευθερίας μας συνιστᾶ μακραίωνη παράδοση καί ἐθνική κληρονομιά. Πού μᾶς ὑπαγορεύει νά ὁρίζουμε διαχρονικά ὡς “ἕναν” καί “ἄριστο” τόν Ὁμηρικό οἰωνό τοῦ “ἀμύνεσθαι περί πάτρης”. Πέρα καί πάνω ἀπό συσχετισμούς δυνάμεων. Ἁπλά καί μόνο ἀπό ἰσχυρή αἴσθηση καθήκοντος ἀπέναντι στήν Πατρίδα.
Ἡ σχέση τοῦ Ἔθνους μας μέ τήν Ἱστορία του εἶναι βιωματική. Μᾶς ὑπαγορεύει νά μελετᾶμε καί νά ἐμβαθύνουμε στά διδάγματά της. Γιατί ἡ μελέτη, ἡ γνώση, ἡ κατανόηση τῆς Ἱστορίας εἶναι τά ἰσχυρότερα ἐργαλεῖα πού διαθέτουμε, γιά νά ἀποφεύγουμε τήν ἐπανάληψη ὅσων στό παρελθόν μᾶς δίχασαν. Ὅσων λαθῶν καί παραλείψεων ὁδήγησαν σέ ἐθνικές ἧττες καί πολλές φορές σέ τραγωδίες. Καί οἱ ἐμπειρίες, τά βιώματα, οἱ ἐπιτυχίες τῶν γενεῶν πού ἔζησαν πρίν ἀπό ἐμᾶς νά λειτουργοῦν ὡς ἀσφαλεῖς ὁδοδεῖκτες πρός τό μέλλον. Ἰσχυρά θεμέλια, πάνω στά ὁποῖα προσθέτουμε τό δικό μας ἀποτύπωμα.
Δέν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία ὅτι ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες εἴμαστε τυχεροί σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τόσο τό μέγεθος ὅσο καί τήν ἀνεκτίμητη σημασία τῆς ἱστορικῆς καί πολιτιστικῆς παρακαταθήκης, τῆς ὁποίας εἴμαστε οἱ προνομιακοί διαχειριστές καί συνεχιστές. Ἀλλά καί διότι ποτέ δέν χρειάστηκε, ποτέ δέν καταδεχτήκαμε –ὅπως ἔκαναν καί κάνουν ἄλλοι– νά διαστρεβλώσουμε τήν ἱστορική ἀλήθεια, νά οἰκειοποιηθοῦμε ἤ νά σφετερισθοῦμε στοιχεῖα ταυτότητας ἄλλων. Γιατί πάντα θεωρούσαμε τήν ἱστορική ἀλήθεια, τήν ἀναζήτηση καί τήν ἀνάδειξή της ὡς πολύτιμη διδαχή καί συνακόλουθα ὡς προϋπόθεση προόδου.
Αὐτή ἡ μεγάλη τύχη, αὐτή ἡ ἀνεκτίμητη κληρονομιά, συνεπάγεται βεβαίως καί μία βαρύτατη εὐθύνη: τή διαφύλαξη ἀλλά καί τή συνέχιση, τήν προσθήκη νέων κρίκων στήν ἁλυσίδα τῶν ἀξιῶν καί τῶν νοημάτων πού μᾶς συνέχουν ὡς ἔθνος καί ὡς κοινωνία. Καί σ’ αὐτό τό ὑψηλό καθῆκον ὀφείλουμε νά ἀνταποκρινόμαστε μέ αὐτοπεποίθηση καί περηφάνια.
Στά χρόνια πού ἔρχονται, θά βρεθοῦμε ἀντιμέτωποι μέ μεγάλες προκλήσεις. Προκλήσεις πού, ἄς μήν ἔχουμε αὐταπάτες, θά ἀπαιτήσουν συγκροτημένες πολιτικές, ἀποφασιστικότητα καί τόλμη. Θά χρειαστεῖ νά πάρουμε δύσκολες ἀποφάσεις καί νά τίς ἐφαρμόσουμε μέ συνέπεια καί πειθαρχία. Ζοῦμε σέ ἕνα κόσμο πολύ λιγότερο προβλέψιμο σέ σχέση ἀκόμα καί μέ τό πρόσφατο παρελθόν. Ἀπό τόν διπολισμό τοῦ Ψυχροῦ Πολέμου καί ἀργότερα τήν ἡγεμονία τῆς μοναδικῆς Ὑπερδύναμης, ἔχουμε περάσει σέ φάση αὐξανόμενης ἀβεβαιότητας. Ἀβεβαιότητα πού ἐπιτείνεται ἀπό τή συχνά ἀπρόβλεπτη συμπεριφορά τῶν ΗΠΑ πού ἐγείρει ἐρωτηματικά συνέπειας καί ἀξιοπιστίας. Ἀποτυπώνεται ἄλλωστε αὐτή σέ μείζονα θέματα: ἀπό τή λεγόμενη Ἀραβική Ἄνοιξη καί τίς ἀντιφάσεις τῆς Ὑπερδύναμης στό ζήτημα τῆς Συρίας ἕως τήν ἀνακόλουθη συμπεριφορά της ἔναντι τῆς Τουρκίας. Ἀνταγωνισμοί, περιφερειακές συγκρούσεις, ἐμπορικοί πόλεμοι καί συχνές μεταβολές δυνάμεων, συμπεριφορῶν καί εὐθυγραμμίσεων καθιστοῦν τή διεθνῆ σκηνή πολύ πιό ἀσταθῆ ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη φάση μετά τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ἡ πραγματικότητα αὐτή ἀποτυπώνεται μέ ἰδιαίτερη ἐνάργεια στήν εὐρύτερη γειτονιά μας, τόν χῶρο δηλαδή τῆς Νοτιο-Ανατολικῆς Εὐρώπης, τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου, τῆς Μέσης Ἀνατολῆς.
Ἐπιβαρυντικός παράγοντας στό σκηνικό αὐτό εἶναι ἡ μέχρι στιγμῆς διστακτικότητα τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης νά ἀναλάβει τόν ρόλο πού τῆς ἀναλογεῖ ὡς ἰσχυρός παίκτης τοῦ διεθνοῦς συστήματος. Ἡ σημερινή Εὐρώπη ἐμφανίζεται ἐσωστρεφής, δυσκίνητη, ἀδύναμη νά πάρει κρίσιμες ἀποφάσεις καί πρωτοβουλίες. Κραυγαλέο παράδειγμα, ὄχι τό μόνο, ἀλλά πάντως πολύ ἐπίκαιρο, εἶναι ἡ διαπιστωμένη ἀδυναμία τῆς Ἕνωσης νά διαμορφώσει καθαρή καί ἀποτελεσματική πολιτική στό προσφυγικό καί μεταναστευτικό ζήτημα. Θέμα πράγματι δύσκολο, ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη μεγάλο καί ἐπεῖγον. Θέμα πού εἶναι, ὅμως, γνωστό ἐδῶ καί χρόνια, καί ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι θά ἐνταθεῖ στό μέλλον. Γιατί, ἀσχέτως πολέμων ἤ ἄλλων κρίσεων πού κατά καιρούς τό ὀξύνουν, ἡ πραγματικότητα εἶναι ὅτι οἱ μαζικές μετακινήσεις πληθυσμῶν πρός τήν Εὐρώπη εἶναι δεδομένες καί θά αὐξάνουν. Καί ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος μέ ὅρους ἀνθρωπιστικούς, ἀλληλεγγύης καί οἰκονομικῆς στήριξης εἶναι πράγματι ἐπιβεβλημένη, ἀλλά ἀνεπαρκής. Γιατί ἐκ τῶν πραγμάτων καί ἐκ τῶν ἀριθμῶν τίθενται καί θά τεθοῦν ἐπιτακτικότερα ζητήματα κοινωνικῆς συνοχῆς καί εἰρήνης, πολιτικῆς ὁμαλότητας καί ἠρεμίας, ἀκόμα καί ζητήματα εὐρωπαϊκῆς ταυτότητας καί τρόπου ζωῆς.
Κι ἄν τό θέμα αὐτό εἶναι σοβαρό γιά ὅλες τίς εὐρωπαϊκές χῶρες, γιά τή χώρα μας μπορεῖ νά ἐξελιχθεῖ σέ μεῖζον μέ ἄγνωστες σήμερα προεκτάσεις. Ἡ γεωγραφική μας θέση, σέ συνδυασμό μέ τήν ἀβελτηρία τῶν ἑταίρων μας, τό καθιστοῦν ἀκόμα πιό σύνθετο. Ἄν, μάλιστα, συνυπολογιστοῦν οἱ δυσμενεῖς προβλέψεις γιά τίς δημογραφικές προοπτικές στή χώρα μας, ἄν, ὅπως τεκμηριώνουν ὅλες οἱ ἔρευνες, εἴμαστε μία χώρα τῆς ὁποίας ὁ πληθυσμός καί μειώνεται καί γηράσκει μέ ἐντεινόμενους ρυθμούς, καί, ταυτόχρονα, ἄν δέν ἀνασχέσουμε τή φυγή νέων κυρίως Ἑλλήνων στό ἐξωτερικό, λόγω τῆς οἰκονομικῆς κρίσης, πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι μπορεῖ νά βρισκόμαστε, στό ὄχι μακρινό μέλλον, ἐνώπιον ἐθνικῆς κρίσης. Πιστεύω ὅτι ὁ Πρωθυπουργός καί ἡ νέα κυβέρνηση ἔχουν πλήρη ἐπίγνωση τῶν διαστάσεων τοῦ προβλήματος καί, ὅπως ἤδη φάνηκε, τή βούληση νά κινηθοῦν γρήγορα καί ἀποτελεσματικά.
Καί ὁ περίγυρός μας, ὅμως, δέν εἶναι λιγότερο συννεφιασμένος. Τά Δυτικά Βαλκάνια, 20 χρόνια μετά τόν τελευταῖο πόλεμο στήν περιοχή, δυστυχῶς παραμένουν μία μαύρη τρῦπα στόν εὐρωπαϊκό χάρτη. Ναί μέν δέν ὑπάρχουν αἱματηρές συγκρούσεις αὐτή τή στιγμή, ἀλλά ἡ κατάσταση δέν ἔχει βελτιωθεῖ οὐσιαστικά, καί ἀπομένουν πολλά νά γίνουν. Ἰδιαίτερα οἱ περιπτώσεις τῆς Βοσνίας-Ἐρζεγοβίνης, τοῦ Κοσσυφοπεδίου ἀλλά καί τῆς Ἀλβανίας παρουσιάζουν στασιμότητα ἤ καί πισωγυρίσματα.
Γιά τή Συμφωνία τῶν Πρεσπῶν, θά πῶ τό ἑξῆς: τό κεκτημένο πού πετύχαμε στό Βουκουρέστι, τόν Ἀπρίλιο τοῦ 2008, μέ πολύ κόπο καί κόστος, δέν ἀξιοποιήθηκε ὅπως θά ἔπρεπε. Ἔπρεπε καί μπορούσαμε νά ἀπαιτήσουμε καί νά ἐπιτύχουμε πολύ περισσότερα. Οἱ πρόσφατες ἐξελίξεις ἐπιβεβαίωσαν ὅτι ἄλλοι ἐπείγονταν γιά τήν ἔνταξή τους στό ΝΑΤΟ καί τήν ΕΕ καί αὐτοί εἶχαν ἀκόμα νά ἀποδείξουν πολλά. Ἐξάλλου, ὅπως φάνηκε, τά ζητήματά τους εἶναι περισσότερα ἀπό τά ζητήματα μέ τήν Ἑλλάδα. Καί, ἐπίσης, οἱ ἐξελίξεις κατέδειξαν, μέ τόν πιό προφανῆ τρόπο, τίς μεγάλες ἀδυναμίες αὐτῆς τῆς συμφωνίας. Θά σᾶς πῶ, ὅμως, καί κάτι ἄλλο: πάγια θέση τῆς Ἑλλάδας εἶναι ὅτι οἱ χῶρες πού φιλοδοξοῦν –ἀργά ἤ γρήγορα– νά γίνουν μέλη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης ὀφείλουν νά υἱοθετήσουν καί νά ἐφαρμόσουν πλήρως Εὐρωπαϊκή συμπεριφορά, Εὐρωπαϊκές ἀρχές καί ἀξίες. Ἡ ἐναρμόνιση μέ αὐτές δέν εἶναι μία αὐτοματοποιημένη διαδικασία. Πρέπει νά εἶναι πλήρης καί οὐσιαστική. Καί δέν μπορεῖ νά εἶναι συγκυριακή. Δέν μπορεῖ νά ὑπόσχεσαι Εὐρωπαϊκή συμπεριφορά μόνο ὑπό τό δέλεαρ τῆς ἔνταξης στήν ΕΕ καί στήν ὁποιαδήποτε καθυστέρηση νά ἐπαπειλοῦνται ὑπαναχωρήσεις. Αὐτό θά προκαλοῦσε πρόσθετες ἀνησυχίες γιά τό μέλλον. Δέν θά πρέπει κανείς νά θεωρεῖ ὅτι ὑπογράφοντας τή Συμφωνία τῶν Πρεσπῶν παίρνει αὐτομάτως εἰσιτήριο γιά τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση. Καί αὐτή εἶναι μία καλή εὐκαιρία νά τό συνειδητοποιήσουν ὅλοι αὐτό.
Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τή γείτονα Ἀλβανία καί εἰδικότερα γιά τά ζητήματα πού ἀφοροῦν τήν προστασία καί τά δικαιώματα τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικῆς μειονότητας. Χωρίς τήν ἐφαρμογή τῶν Εὐρωπαϊκῶν προτύπων στό ζήτημα αὐτό καί χωρίς τήν ἐκπλήρωση τῶν ὑποχρεώσεών της, ἡ Ἀλβανία δέν μπορεῖ νά περιμένει ὁλοκλήρωση τῆς εὐρωπαϊκῆς της πορείας.
Μέ τήν Τουρκία, οἱ σχέσεις μας διαχρονικά δοκιμάζονται ἀπό τίς αὐθαίρετες διεκδικήσεις της. Ἡ ἀντιμετώπισή τους ἀπαιτεῖ σοβαρότητα, μακροπρόθεσμο σχεδιασμό καί πρωτοβουλίες σέ ὅλα τά μέτωπα. Ἡ Ἑλλάδα ἔχει ἐπιλέξει, ὡς κύριο ὅπλο της ἀπέναντι στίς διεκδικήσεις αὐτές, τό Διεθνές Δίκαιο. Πρέπει ταυτόχρονα νά ἐργαζόμαστε ἀδιάλειπτα γιά τήν ἀνάδειξη τοῦ προβλήματος ὡς Εὐρω-τουρκικοῦ, καί ὄχι ἀμειγῶς Ἑλληνο-τουρκικοῦ. Καί ἀκόμα νά οἰκοδομοῦμε ἰσχυρές συμμαχίες, στή βάση διμερῶν ἤ πολυμερῶν συμφωνιῶν, πού ἀναβαθμίζουν τή θέση μας στήν περιοχή.
Σήμερα, ὡστόσο, δέν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία ὅτι βρισκόμαστε μπροστά σε μιά ἀπροκάλυπτη κλιμάκωση ἐκ μέρους τῆς Τουρκίας, ἀπό τόν Ἕβρο μέχρι τήν Κύπρο. Κλιμάκωση πού εἶναι σχεδιασμένη καί συστηματική. Γνωρίζουμε πιά ποῦ ἀποσκοποῦν οἱ στρατηγικές κινήσεις τῆς Ἄγκυρας. Ἡ ἐμπειρία τοῦ παρελθόντος ἔχει δείξει ὅτι ἡ Ἑλλάδα δέν πρέπει νά συρθεῖ οὔτε νά παρασυρθεῖ ἀπό τίς μεθοδεύσεις τῆς Τουρκίας καί δέν πρέπει νά ἐπιτρέψει τή δημιουργία τετελεσμένων σέ βάρος τῶν κυριαρχικῶν δικαιωμάτων της. Πρέπει νά βρίσκεται σέ διαρκῆ ἐγρήγορση καί ἑτοιμότητα. Γιατί, ἄς μήν γελιόμαστε, ἡ ὑπεράσπιση τῶν κυριαρχικῶν δικαιωμάτων καί τῶν ἐθνικῶν συμφερόντων μας θά βασιστεῖ στίς δικές μας δυνάμεις. Στήν ἐμπέδωση ἀρραγοῦς ἐθνικοῦ μετώπου καί στή διασφάλιση τῆς ἀποτρεπτικῆς ἰσχύος τῶν Ἐνόπλων μας Δυνάμεων.
Θέλουμε μέν καλές σχέσεις μέ ὅλους τούς γείτονές μας. Πιστεύουμε στό διάλογο. Μέ ὅλους θέλουμε νά συνεργαστοῦμε. Ἀλλά δέν μᾶς πτοοῦν ἀπειλές καί ἐκβιασμοί. Γιατί, ὅπως ἤδη ἐλέχθη ἀναφορικά μέ τήν αὐριανή (προχθεσινή) Ἐπέτειο τοῦ ΟΧΙ, ἡ Ἑλλάδα ἀπορρίπτει τήν ἐπικράτηση τῆς ἰσχύος ἔναντι τοῦ δικαίου. Γι’ αὐτό καί συστάσεις καί προτροπές πού μᾶς καλοῦν τάχα νά «λογικευτοῦμε καί νά τά βροῦμε», πολύ δέ περισσότερο πιέσεις φίλων, συμμάχων ἤ ἑταίρων, δέν γίνονται δεκτές, ἄν προσκρούουν στό ἐθνικό συμφέρον. Χρέος δικό μας εἶναι νά ὑπερασπιζόμαστε τά δίκαια καί τά συμφέροντα τῆς Ἑλλάδας. Στή Θράκη, στό Αἰγαῖο, στήν Κύπρο μετριέται ἡ ἀντοχή τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Καί πρέπει νά πείθει ἅπαντες ὅτι αὐτή ἡ ἀντοχή εἶναι μεγάλη, ἀποφασισμένη καί ἀμετακίνητη. Πέρα ἀπό αὐτά ἡ Τουρκία ὀφείλει νά τιμήσει τή Συμφωνία της μέ τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση γιά τό προσφυγικό καί μεταναστευτικό ζήτημα. Οἱ ὅποιες κωλυσιεργίες, ὑπεκφυγές καί προσπάθειες περαιτέρω ἐκμετάλλευσης τῆς κατάστασης ἐκ μέρους της θά πρέπει νά ἀναγνωριστοῦν ἀπό τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση πρός τήν κατεύθυνση τοῦ ἐπανακαθορισμοῦ τῆς στάσης της ἀπέναντι στήν Τουρκία».