Παπαδιαμάντης λίαν ἐπίκαιρος κατά τῆς ματαιοδοξίας τοῦ νεοπλουτισμοῦ

«Κάθε παρόν χάνει τήν σημασία του ἀπό τήν διαρκῆ προσδοκία τοῦ μέλλοντος – Καί στραγγίζει πρίν κἄν γεμίσει – Ἐξαντλούμαστε στήν ἀναζήτηση τοῦ μελλοντικοῦ “ἐπί πλέον” χάνοντας τήν ἀπόλαυση τοῦ τωρινοῦ ὑπαρκτοῦ – Τό νέο θάβεται πρίν προλάβει νά στεριώσει ἀπό τό ἑπόμενο καινούργιο – Νά ξυπνήσουμε ἀπό τόν λήθαργο τῆς ματαιοδοξίας, μέ ἁπλότητα καί λιτότητα

(Ἡ «Ἑστία» βρίσκει ἐξαιρετικῶς ἐνδιαφέρουσα, πλήρη νοημάτων, τήν ὁμιλία τῆς δημοσιογράφου Μπήλιως Τσουκαλᾶ μέ τίτλο «Γιατί ἔχουμε ἀνάγκη τόν Παπαδιαμάντη σήμερα», ἡ ὁποία ἔγινε στό πλαίσιο τῆς παρουσιάσεως τοῦ βιβλίου τοῦ Γιώργου Πίττα «Καί ἔφαγον πάντες καί ηὐφράνθησαν-ἡ γαστρονομία τῆς Σκιάθου μέ τό βλέμμα τοῦ Παπαδιαμάντη» (ἐκδόσεις «Ἁρμός»). Γι’ αὐτό καί δημοσιεύουμε σήμερα ἐκτενές ἀπόσπασμά της. Τό Θέρος προσφέρεται ἄλλως τε γιά ἀναστοχασμό.)

  • Τῆς Μπήλιως Τσουκαλᾶ

Η ΧΑΡΑ ΚΑΙ Η ΑΠΟΛΑΥΣΗ τῶν κοινῶν γευμάτων μιᾶς ἀνοικτῆς ὁμήγυρης στήν ὕπαιθρο ἀποκτᾶ ἄλλες διαστάσεις ἐλευθερίας καί ἴσως σέ συμβολική διάσταση παραπέμπει στήν ἀνάμνηση τῶν πρώτων γευμάτων τῶν ἀρχέγονων κοινοτήτων. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι τά γεύματα αὐτά ἐμπεριέχουν χαρά καί γέλιο, γιατί διαχρονικά ἡ πράξη τοῦ φαγητοῦ καί ὁ ἀγῶνας γιά τήν ἱκανοποίηση τῆς πείνας παραπέμπουν πάλι συμβολικά στόν θρίαμβο τῆς ζωῆς ἐπί τοῦ θανάτου.

Τό βιβλίο μας κάνει λοιπόν τήν γνωριμία τῆς Σκιάθου ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἀλλά ταυτόχρονα μᾶς ἀνοίγει διάπλατα τήν πόρτα σέ ἕνα σύμπαν, τό Παπαδιαμαντικό σύμπαν, ὅπου οἱ ἄνθρωποι, παρ’ ὅλο πού ζοῦν μέσα στήν ἀνέχεια καί τή στέρηση, ἀπολαμβάνουν τά ἀγαθά πού τούς προσφέρει ἡ φύση τοῦ νησιοῦ τους, γλεντοῦν, τό ρίχνουν ἔξω, ἔχουν τή σοφία νά μή στεροῦνται τή χαρά. Πῶς γίνεται; Καί πῶς μποροῦμε νά διδαχτοῦμε κάτι ἀπό αὐτό;

Ἐμεῖς, σήμερα, ζοῦμε μέσα σέ ἕναν κόσμο πού ἔχει ἀναδείξει τό χρῆμα σέ ὑπέρτατο θεό, καί σέ μιά ἐποχή ὅπου ἡ συσσώρευση πλούτου εἶναι τό ἅπαν καί τό μοναδικό πού θεωρεῖται ὅτι προσδίδει ἀξία στόν ἄνθρωπο. Καί ἔρχεται ὁ Παπαδιαμαντικός λόγος νά μᾶς ξυπνήσει ἀπό τόν λήθαργο τῆς ματαιοδοξίας. Νά μᾶς κάνει νά ἀναρωτηθοῦμε τά αὐτονόητα: Πῶς θά μπορέσει ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη νά ἀγκαλιάσει τή χαρά τῆς συνύπαρξης μέ τόν Ἄλλον, νά ἀφεθεῖ σέ μιά συμβίωση παραμερίζοντας ἰδιοτέλεια ἤ συμφέρον, νά ἐκτιμήσει τήν ἐλευθερία τοῦ νά ζεῖς ἀπολαμβάνοντας αὐτά πού ἔχεις, ὅσα κι ἄν εἶναι αὐτά, δίνοντας ἔμφαση στά τόσο οὐσιαστικά πού σοῦ δίνει ἡ ζωή.

Σίγουρα θά ἀναρωτιέται κανείς τί εἶναι αὐτό πού μποροῦμε νά βροῦμε στή σημερινή ἐποχή καί νά μᾶς ἀγγίξει στό έργο τοῦ μεγάλου Σκιαθίτη. Ὅπως γράφει καί ὁ Πίττας στήν ἀρχή τοῦ βιβλίου του, «ἴσως εἶναι αὐτή ἡ φλογίτσα πού σιγοκαίει μέσα μας, μιά ἐλπίδα πού θά μᾶς βγάλει ἀπό τά ἀδιέξοδα τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας μας. Μιᾶς ἀλαζονικῆς κοινωνίας ὅπου τά πάντα μᾶς κατευθύνουν πρός τό συμφέρον, τόν καταναλωτισμό, τή δόξα, τήν ἐπίδειξη, τήν ἐξουσία. Τή σύγχρονη ζωή τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ καί τῆς μεζούρας, τοῦ ἔχειν καί τοῦ φαίνεσθαι. Τή ζωή πού πασχίζουμε νά γεμίσουμε μέ ἀγαθά, μέ ἀποτέλεσμα νά μή μᾶς μένει χρόνος νά γνωρίσουμε καί νά ἀγαπήσουμε τόν ἑαυτό μας καί νά δώσουμε νόημα στήν ὕπαρξή μας. Ἐξαντλούμαστε στή χωρίς σταματημό ἀναζήτηση τοῦ μελλοντικοῦ “ἐπί πλέον”, χάνοντας τήν ἀπόλαυση τοῦ τωρινοῦ ὑπαρκτοῦ. Κι ἔτσι, κάθε παρόν χάνει τή σημασία του ἀπό τή διαρκῆ προσδοκία τοῦ μέλλοντος καί “στραγγίζει πρίν κἄν γεμίσει”. Κι ὅταν ἡ ζωή κάθε καινούργιου μετρᾶ λίγες μέρες, μέχρι τήν ἐμφάνιση τοῦ ἑπόμενου καινούργιου, ὅταν κάθε νέο θάβεται πρίν προλάβει νά στεριώσει, χωρίς νά προλάβουμε νά γονιμοποιήσουμε τίς δημιουργικές του δυνατότητες».

Νά γιατί ἔχουμε ἀνάγκη τόν Παπαδιαμάντη σήμερα. Ὁ ἤρεμος καί βαθύτατα παρηγορητικός του λόγος λειτουργεῖ ὡς ψυχικό ἀντίβαρο ἀπέναντι σ’ ἕναν κόσμο πού δέν ἔχει στό λεξιλόγιό του ἔννοιες ὅπως ἀλληλεγγύη, συντροφικότητα, φιλαλληλία, γενναιοδωρία, ἀνιδιοτέλεια. Διαβάζοντας τά διηγήματά του συνειδητοποιοῦμε τήν πορεία τοῦ σύγχρονου δυτικοῦ ἀνθρώπου, πού ἔχοντας πάρει τόν μονόδρομο τῆς λογικῆς καί τῆς ἀνάλυσης, κατακερμάτισε τή γνώση τοῦ κόσμου σέ ἐπί μέρους γνώσεις, σέ ὀρθολογικές ἑρμηνεῖες καί σέ ὠφελιμιστικές στρατηγικές, ἐξοστρακίζοντας ἀπό τή ζωή του τήν τυχαιότητα, τόν ποιητικό ρεαλισμό, τήν ὑπερβατικότητα, τήν πίστη, τή μεταφυσική.

Τί σπουδαῖο δῶρο μᾶς κάνει ὁ μέγας Σκιαθίτης! Μᾶς δείχνει τόν δρόμο γιά νά ἀναστοχαστοῦμε τή ζωή μας, νά νοιώσουμε πόσο ἐγκλωβισμένοι εἴμαστε σέ πράγματα ἀνούσια, ἄχρηστα, ἄνοστα, πού δέν ἀφήνουν στό διάβα τους παρά μιά γεύση ἄσκοπου χρόνου, ματαιότητας καί ξοδεμένης ἐνέργειας.

Ὁ Παπαδιαμάντης ἀναγόρευσε τήν ἁπλότητα καί τή λιτότητα σάν στάση ζωῆς. Μέσα στόν ἀσκητισμό καί τή φτώχεια ἄρδευε τίς τεράστιες πνευματικές δυνάμεις γιά νά φτιάξει τά ἀριστουργήματά του. Ἦταν εὐτυχής ἀπολαμβάνοντας τό δῶρο τῆς ζωῆς, ἔτσι ὅπως τή βίωνε στήν οὐσία τῆς πνευματικότητας πού τῆς προσέδιδε. Ἔζησε ἀσκητικά καί ταπεινά σάν μοναχός, ἀρνιόταν κάθε ἐπίδειξη, δέν τόν ἐνδιέφερε νά δείξει σέ κανέναν τίποτα, ἔφτασε νά ἀπαρνηθεῖ τήν ἀρχοντική καταγωγή τῆς μητέρας του, τό γένος Μωραΐτη, μιᾶς ἀρχοντικῆς οἰκογένειας ἀπό τόν Μυστρᾶ, πού ἐγκαταστάθηκε στή Σκιάθο πρός τό τέλος τοῦ 18ου αἰῶνα.

Μακριά ἀπό τούς λογίους, τούς δημοσιογράφους καί τήν κοινωνία τῆς ἐποχῆς του, ἔζησε στά γραφικά ξωκκλησάκια, κοντά στούς ἁπλούς κι ἀδιάφθορους ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ, μέσα στή φύση, στή μοναξιά καί τή σιωπή, στήν ψυχική καί πνευματική ἀπομόνωση, τίς στιγμές ἐκεῖνες πού θά ἀποτυπώσει ἀργότερα στά 175 διηγήματά του, ἀγγίζοντας μέ ἕναν μοναδικό τρόπο τήν οὐσία τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Τό καλό καί τό κακό γιά τό ὁποῖο εἶναι ἱκανός ὁ ἄνθρωπος, τό πιό θαυμαστό, ἀλλά καί τό πιό εἰδεχθές, πού κρύβει ὁ καθένας μας μέσα του.

Ὁ Παπαδιαμάντης, μέσα στήν ἀσκητική, λιτή καί μακριά ἀπό κάθε κοσμική ἀναζήτηση ζωή του, εἶχε ἕναν ἔμφυτο καί βαθύ σεβασμό γιά τήν ἀξία τῆς ζωῆς, αὐτῆς καθ’ αὑτῆς. Γιά τό μεγαλεῖο τῆς ὕπαρξης, ἐκεῖ πού τό ἀχανές σύμπαν συναντᾶ τόν μικροσκοπικό ἄνθρωπο, δίνοντάς του μιά οἰκουμενική ἀξία μέσα στή μικρότητα καί τήν ἀσημαντότητά του.

Τό βλέμμα του στέκεται μέ καταπληκτική διορατικότητα, ἐνσυναίσθηση καί τρυφεράδα, συχνά μέ χιοῦμορ (ναί, ναί, εἶχε καί χιοῦμορ ὁ Παπαδιαμάντης!), ἀλλά καί μέ ὀξύ κριτικό πνεῦμα καί ἀπαράμιλλη δεινότητα δημοσιογραφικῆς καταγραφῆς, σέ ὅσα συμβαίνουν γύρω του, καί σάν περισκόπιο τά ἐντοπίζει καί τά μεταφέρει στά διηγήματά του μέ ἐνάργεια πού κρύβει ὅμως βαθύτατη γνώση. Μέ μία ἀκρίβεια μοναδική, περιγράφει τά τοπία τῆς Σκιάθου, τίς ρεματιές, τά ρυάκια, τίς βρύσες, τίς τοποθεσίες μέ τά τοπωνύμιά τους, τή χλωρίδα, τήν πανίδα, τίς καλλιέργειες, τίς ἀγροτικές ἐργασίες, τά ψαρέματα, τά προϊόντα καί τά ἐδέσματα τοῦ νησιοῦ.

Γίνεται ἔτσι ταυτόχρονα χρονογράφος, λαογράφος καί ἠθογράφος τῆς ἐποχῆς του!

Ὅπως βλέπουμε στά σχετικά ἀποσπάσματα τῶν διηγημάτων του, πού ὑπάρχουν στά 30 κεφάλαια τοῦ βιβλίου τοῦ Γιώργου Πίττα, ὁ Παπαδιαμάντης γνωρίζει ἐξ ἴσου καλά τήν τέχνη τοῦ καραβομαραγκοῦ, κάνοντας λεπτομερέστατες περιγραφές τῆς μαστοριάς του καί τῶν ἐργαλείων του στούς ταρσανάδες τοῦ νησιοῦ, ἀπαριθμεῖ δεκάδες φυτά, βότανα καί δέντρα τῆς σκιαθίτικης φύσης, παρουσιάζει τρόπους καλλιεργειῶν καί ποτισμάτων, περιγράφει τήν παρασκευή σκιαθίτικων ἐδεσμάτων, ἐνῷ ἐκπληκτικῆς ὀμορφιᾶς εἶναι οἱ περιγραφές του ἀπό τσιμπούσια καί γλέντια στήν ὕπαιθρο, στίς ταβέρνες καί στά καφενεῖα.

Γράφει σχετικά ὁ Ζήσιμος Λορεντζᾶτος: «Ὁ Παπαδιαμάντης στό τιμόνι ξέρει τή γλῶσσα τοῦ τιμονιέρη, στή γέννα ξέρει τή γλῶσσα τῆς μαμῆς, στό ξόδι τή γλῶσσα τῆς μοιρολογήτρας, στό παιχνίδι τή γλῶσσα τῶν παιδιῶν, ὅλες τίς γλῶσσες αὐτές μιλημένες ἀπό πρῶτο χέρι καλύτερα ἀπό τόν τιμονιέρη, τή μαμῆ, τή μοιρολογήτρα, τά παιδιά, καί ὅλες φορεμένες πάντα τή δική του ἀπαρομοίαστη γλῶσσα πού δέν παραγνωρίζεται μέ τίποτα καί τήν ξεχωρίζεις ἀπό μακριά, σά μιά πολιτεία πού “οὐ δύναται κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη”».

Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, γιά τόν ὁποῖον ὁ Μίλαν Κούντερα ἔγραψε πώς εἶναι ὁ σημαντικώτερος Ἕλληνας πεζογράφος, «δανείζεται» τό φυσικό περιβάλλον τοῦ νησιοῦ του, ψυχογραφῶντας τούς ἁπλούς, ταπεινούς ἀλλά καί ταλαιπωρημένους ἀπό τίς στερήσεις καί τά πάθη τους ἀνθρώπους, καί κάνει τόν μικρόν αὐτόν τόπον μέγαν, ἀποθησαυρίζοντας τόν παράξενο τρόπο ζωῆς τῶν Ἑλλήνων, τό κλειδί τῆς ἐθνικῆς μας ἰδιαιτερότητας.

Ὡστόσο, ὅπως ἐμφατικά σημειώνει ὁ Πίττας, τό ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη δέν μπορεῖς νά τό προσεγγίσεις ἀνέμελα, ἀντιμετωπίζοντάς το λογοτεχνικά, αἰσθητικά ἤ ἠθογραφικά, ὅπως ἕνα ὁποιοδήποτε ἄλλο λογοτεχνικό κείμενο. Γιά νά μπεῖς στόν «κόσμο τοῦ Παπαδιαμάντη» ἀπαιτεῖται νά προετοιμαστειῖς καταλλήλως, γιά παράδειγμα ὅπως εἰσέρχεται κανείς σ’ ἕνα ξωκκλήσι τοῦ Αἰγαίου, μέ ταπεινότητα καί εὐλάβεια. Εἶναι χαρακτηριστικά τά λόγια τοῦ Ἠλία Παπαδημητρακόπουλου: «Ἡ εἴσοδος στόν κόσμο τοῦ Παπαδιαμάντη ἀπαιτεῖ καί μιά ψυχική προετοιμασία, κάποιο εἶδος νηστείας καί προσευχῆς. Εἶναι ἕνας κόσμος πού ἐκ προοιμίου ἀποκλείει κάθε μορφή ἀλαζονείας: ὁ ἀναγνώστης εἰσέρχεται χάριν ταπεινώσεως…».

Ὁ Παπαδιαμάντης τελικά μέ τό έργο του καταφέρνει (ὅπως σχολιάζει ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης στό δοκίμιό του «Ἡ μαγεία τοῦ Παπαδιαμάντη») νά μετατρέψει τήν πεζή καί ἄχαρη καθημερινότητα, τήν ταπεινή ζωή καί τό ἦθος τῶν κατοίκων τῆς Σκιάθου σέ ποίηση, αἰσθητικό καί πνευματικό γεγονός πανανθρώπινης ἀξίας, μέ ἀποτέλεσμα χάρη σ’ αὐτόν «τὰ ἑξήντα περίπου τετραγωνικὰ χιλιόμετρα τοῦ νησιοῦ του μὲ τὶς τρεῖς χιλιάδες ψυχὲς νὰ ἀποκτήσουν τὴ σημασία ὁλόκληρης ἠπείρου» καί ἔτσι μέ τόν τρόπο αὐτόν ἀπό παντογνώστης τῆς ἐντοπιότητας νά κερδίσει μιά ξεχωριστή θέση στό βάθρο τῆς οἰκουμενικότητας.

Γι’ αὐτό, ἄς κρατήσουμε σάν προσευχή τήν προτροπή τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη: «Ὅπου καὶ νὰ σᾶς βρίσκει τὸ κακό, ἀδελφοί, ὅπου καὶ νὰ θολώνει ὁ νοῦς σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμὸ καὶ μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη».


Κεντρικό θέμα