«Στόν ἀέρα» ἡ ἠλεκτρική διασύνδεσις Ἑλλάδος – Κύπρου

Ἀπό τήν χθεσινή ἄκαρπη σύσκεψη στό Προεδρικό Μέγαρο τῆς Λευκωσίας.

Ὅμηροι τῶν Τούρκων Ἀθήνα καί Λευκωσία – Ἄκαρπος ἡ χθεσινή σύσκεψις γιά τό καλώδιο – Διαπιστώσεις-σόκ γιά τίς προοπτικές τῶν ἑλληνο-τουρκικῶν σχέσεων ἀπό τόν ἐξ ἀπορρήτων τοῦ Μαξίμου, καθηγητή Χρῆστο Ροζάκη, ὁ ὁποῖος, γιά πρώτη φορά, τονίζει ὅτι δέν πρέπει νά ἔχουμε καμμία ἐμπιστοσύνη στούς γείτονες

ΤΕΤΑΜΕΝΟ τό κλῖμα στήν ἀνατολική Μεσόγειο, καθώς ἡ κρίσιμη σύσκεψις στήν Λευκωσία γιά τό μέλλον τῆς ἠλεκτρικῆς διασυνδέσεως Ἑλλάδος – Κύπρου ἔληξε χωρίς ἀποτέλεσμα. Δηλαδή στόν ἀέρα ἔμεινε τό ἐάν ἐν τέλει τό καλώδιο θά ποντισθεῖ, ἤ ἡ Ἀθήνα καί ἡ Λευκωσία θά ὑποκύψουν στίς βουλές τῆς Ἀγκύρας. Οἱ πρῶτες δηλώσεις μετά τήν ὁλοκλήρωση τῆς πολύωρης συσκέψεως ἀνέφεραν ὅτι ἔγινε «ἐποικοδομητική» συζήτησις, πού θά συνεχισθεῖ τίς ἑπόμενες ἡμέρες. Ἐπιπροσθέτως, μέ ἐλαφρότητα, ἀνεφέρετο ὅτι δέν ὑπῆρξε «θετική κατάληξις» μέ τήν ἀκατανόητη προσθήκη, «ὅπως δέν ἀναμενόταν νά ὑπάρξει»! Μά ἄν «δέν ἀναμενόταν νά ὑπάρξει», τότε ποῖον τό νόημα τῆς συσκέψεως καί κατά πόσον εὐσταθεῖ ὁ ἰσχυρισμός, ὅτι ἡ συζήτησις ἦταν «ἐποικοδομητική»;

Ἄν καί τό ζήτημα παρουσιάζεται σάν οἰκονομική διαφορά, εἶναι καθαρά πολιτικό. Εἶναι γεωπολιτικό. Γιά αὐτό καί στήν σύσκεψη προήδρευε ὁ ἴδιος ὁ κ. Νῖκος Χριστοδουλίδης μέ συμμετοχή τοῦ Ἕλληνος ὑπουργοῦ Περιβάλλοντος καί Ἐνεργείας Θεόδωρου Σκυλακάκη, τοῦ ὁμολόγου του τῆς Κύπρου Γιώργου Παπαναστασίου, τοῦ ὑπουργοῦ Οἰκονομικῶν Μάκη Κεραυνοῦ, τοῦ Διευθύνοντος Συμβούλου τοῦ ΑΔΜΗΕ Μανούσου Μανουσάκη, καθώς καί ἐκπροσώπου τῆς γαλλικῆς Nexans, τῆς ἑταιρείας πού ἀνέλαβε νά κατασκευάσει τό καλώδιο.

Καί μόνο τό γεγονός ὅτι ἡ σύσκεψις αὐτή δέν ἔφερε ἀποτέλεσμα, δείχνει τήν ζοφερή πραγματικότητα, ὅτι δηλαδή ἡ Ἑλλάς, οἱ θάλασσές μας, τό Αἰγαῖο εἶναι ὅμηροι τῶν Τούρκων. Τοῦτο ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό μία πληροφορία πού «διέρρευσε» σέ ἕνα διάλειμμα τῆς συσκέψεως, ὅτι δηλαδή ὑπῆρξε πρότασις νά ζητηθεῖ ηὐξημένη χρηματοδότησις ἀπό τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση, προκειμένου τό καλώδιο νά «ἐπιμηκυνθῇ»! Νά ἀλλάξει δηλαδή ὁ σχεδιασμός τῆς διαδρομῆς του, ὥστε νά «παρακαμφθοῦν» οἱ δύσκολες περιοχές, οἱ ὁποῖες περνοῦν ἀπό τίς θάλασσες τίς ὁποῖες παρανόμως ἔχει ὁριοθετήσει ἡ Τουρκία σάν δικές της. Περιοχές, δηλαδή, σάν αὐτήν στά ἀνοικτά τῆς Κάσου, ἀπό τήν ὁποία τό ἰταλικό ἐρευνητικό πού εἶχε μισθωθεῖ ἀπό τόν ΑΔΜΗΕ, ὑπεχρεώθη νά ἀποχωρήσει πιεζόμενο ἀπό τόν ἀποκλεισμό ἕξη τουρκικῶν πολεμικῶν.

Τό γεγονός ὅτι οἱ Τοῦρκοι στήν περίπτωση αὐτή ἐκινήθησαν παραβιάζοντες τό διεθνές δίκαιο, τό ἐπισημαίνει μέ ἄρθρο του στά «Νέα» ὁ ἐξ ἀπορρήτων τοῦ Μεγάρου Μαξίμου, καθηγητής Χρῆστος Ροζάκης, ὁ ὁποῖος ταυτοχρόνως καταρρίπτει τήν ὅλη συλλογιστική τῆς Κυβερνήσεως ὅσον ἀφορᾶ στήν προσέγγιση μέ τήν Τουρκία, στήν ὁποία συνιστᾶ νά μήν ἔχουμε καμμία ἐμπιστοσύνη. Μέχρι σήμερα, τό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν ἐπιμένει ὅτι διά τῆς ἀποφυγῆς τῶν «σοβαρῶν» ζητημάτων τῆς ὁριοθετήσεως θαλασσίων ζωνῶν, θά μποροῦσε νά οἰκοδομηθεῖ ἕνα κλῖμα ἐμπιστοσύνης μέ τήν Ἄγκυρα, βασισμένο σέ διευθετήσεις ζητημάτων «χαμηλῆς πολιτικῆς».

Ἐπί τοῦ προκειμένου, ὁ κ. Ροζάκης σημειώνει: «Καλές εἶναι βέβαια οἱ προσπάθειες ἐξομάλυνσης τῶν σχέσεων μέ μέτρα χαμηλῆς πολιτικῆς, εὐπρόσδεκτη εἶναι ἡ ἠρεμία πού ἐπικρατεῖ στούς οὐρανούς καί στίς θάλασσες τοῦ Αἰγαίου καί τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου, ἀλλά αὐτά δέν ἀρκοῦν. Εἶναι εὔθραυστα, ὅπως ἔδειξε τό ἐπεισόδιο τῆς Κάσου, πού κατέδειξε πώς ἡ Τουρκία δέν κάνει διακρίσεις ἀνάμεσα σέ νόμιμες ἐνέργειες τῆς Ἑλλάδας καί σέ ἀντίστοιχες παράνομες, κι ὅτι ἀνεξαρτήτως τῆς φύσης τῆς δραστηριότητας, ἀπαιτεῖ τήν προηγούμενη κοινοποίησή τους καί ἐνδεχομένως τήν ἄδειά της, προκειμένου αὐτή νά ὑλοποιηθεῖ. Γιατί δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία, γιά κάθε καλόπιστο ἄτομο, πώς οἱ ἑλληνικές ἐνέργειες στά ἀνοιχτά τῆς Κάσου ἦταν σύμφωνες μέ τό ἰσχῦον δίκαιο τῆς θάλασσας».

Καί παρακάτω τονίζει: «Ἐάν τά προβλήματα αὐτά γιά τίς θαλάσσιες ζῶνες δέν ἐπιλυθοῦν, δέν ὑπάρχει περίπτωση ἡ Τουρκία νά ἡσυχάσει. Τό περιβόητο δόγμα τῆς “γαλάζιας πατρίδας” πού τῆς δίνει τό μισό Αἰγαῖο καί τή μισή ἀνατολική Μεσόγειο, θά ἐξακολουθήσει νά ἐμπνέει κάθε κίνησή της, πού δέν θά εἶναι πάντα φιλειρηνική καί πού θά παραβιάζει τή Διακήρυξη τῶν Ἀθηνῶν, πάνω στήν ὁποία ἡ Ἑλλάδα ἔχει στηρίξει προσδοκίες».

Βεβαίως συνιστᾶ τήν ἀπ’ εὐθείας συζήτηση τοῦ κρισίμου ζητήματος τῆς ὁριοθετήσεως: «Τί ἄλλο περιμένουμε ἀπό αὐτό τό καθεστώς προηγούμενης προσέγγισης, πρίν ἀπό τό στάδιο τῆς ἀντιμετώπισης τῶν κυρίως ἐκκρεμοτήτων; Οἱ δύο χῶρες ἔχουν πρό πολλοῦ ἐξαντλήσει κάθε μέσον πού θά ὁδηγοῦσε στήν ἐπίλυση τῶν διαφορῶν τους, στά 50 περίπου χρόνια. Πού διαρκεῖ αὐτή ἡ κρίση σχέσεων. Ἡ καλύτερη λοιπόν λύση γιά τήν περαιτέρω βελτίωση τῶν σχέσεων εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση τῶν κυρίως διαφορῶν τους μέσῳ τῆς ἐπίλυσης τῶν ἐκκρεμοτήτων τους, κι ὄχι ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἐμπιστοσύνης πού ποτέ δέν θά ἐπιτευχθεῖ, ὅσο ἡ Τουρκία ἀπαιτεῖ ἀνάλογες συμπεριφορές μέ αὐτές πού ἀπαίτησε στό ἐπεισόδιο τῆς Κάσου». Ἀλλά ἐνῷ ἡ Τουρκία παραμένει προκλητική καί ἀμετακίνητη, Ἀθήνα καί Λευκωσία ἐπιδεικνύουν «συστολή» καί φοβικότητα. Δέν ἀντιλαμβάνονται ἆρά γε ὅτι πλέον ἡ ἀξιοπρέπεια δύο εὐρωπαϊκῶν κυβερνήσεων κρέμεται ἀπό ἕνα καλώδιο;

Κεντρικό θέμα