110 χρόνια ἀπό τόν θάνατο τοῦ ποιητοῦ Λορέντζου Μαβίλη στό πεδίο τῆς μάχης «Ὁ πόλεμος μοῦ ἐπιφύλαξε τήν τιμή νά θυσιάσω τή ζωή μου γιά τήν Ἑλλάδα»
Τῆς Ἰωάννας Γ. Καραγκιούλογλου*
ΕΝΑΣ συνήθως εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἰκονίζει μία ὁλόκληρη ἐποχή, μία ὁλόκληρη κοινωνία, σαρκώνοντας τήν Ἰδέα γιά τήν ὁποία ἀγωνίστηκε καί γιά τήν ὁποία ἐν τέλει θυσίασε μέ αὐταπάρνηση τήν ὕπαρξή του.
Στό Πάνθεον τῶν Ἡρώων αὐτῆς τῆς ὑφῆς κατατάσσεται ὁ Λορέντζος Μαβίλης.
Ἡ Μοῖρα θά ὁδηγήσει τόν παπποῦ του νά ἔλθει στήν Κέρκυρα ὡς πρόξενος τῆς Ἱσπανίας. Στήν Ἑλλάδα ἐπέλεξε νά ριζώσει καί νά κάνει οἰκογένεια. Ὁ υἱός του, Παῦλος, γίνεται ἕνας ἐπιτυχημένος δικαστικός, ἐρωτεύεται τήν Κερκυραία Ἰωάννα Καποδίστρια Σούφη, καί τό φθινόπωρο τοῦ 1860 γεννιέται ὁ Λορέντζος. Ὁ φιλομαθής νέος ὁλοκληρώνει τήν ἐγκύκλια παιδεία του στό Πανελλήνιο Ἐκπαιδευτήριο «Καποδίστριας», καί ἀπό πολύ μικρός ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ μερικές ἀπό τίς σπουδαιότερες προσωπικότητες τῆς ἐποχῆς του. Ὁ Ἑλληνιστής καί Ἱστορικός διδάσκαλός του, Ἰωάννης Ρωμανός, τόν μυεῖ στήν Ἀναγνωστική Ἑταιρεία Κερκύρας, στό πρῶτο καθίδρυμα τοῦ νεώτερου Ἑλληνισμοῦ. Ἐκεῖ, ὁ Μαβίλης θά ἀφιερωθεῖ μέχρι καί τό τέλος τῆς ζωῆς του.
Γνωρίζεται μέ τόν κορυφαῖο τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων καί ἀρχηγό τοῦ κόμματος τοῦ Ρήγα Φεραίου, τόν Κωνσταντινουπολίτη Ἰάκωβο Πολυλᾶ, ὁ ὁποῖος μάλιστα εἶχε ἀγωνισθεῖ γιά τήν Ἕνωση τῆς Ἐπτανήσου μέ τήν Ἑλλάδα. Ἀξίζει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι φίλος καί διδάσκαλος τοῦ Πολυλᾶ ἦταν ὁ Διονύσιος Σολωμός. Ἀπό τόν Ἰάκωβο Πολυλᾶ ὁ Λορέντζος διδάχθηκε τήν ἀγάπη γιά τίς Τέχνες καί τά Γράμματα, μεταλαμβάνοντας τήν ἱερή κληρονομιά τοῦ Ἐθνικοῦ Ποιητῆ.
Ὁ Ἔρωτας γιά τήν Πατρίδα εἶχε φυτευθεῖ στήν καρδιά τοῦ Κερκυραίου φέρελπι. Μέ τήν καθοδήγηση τοῦ σοφοῦ διδασκάλου ἐγκολπώθηκε τά ἀριστουργήματα τοῦ Ἀρχαίου Κόσμου. Παράλληλα, σπούδασε τήν ἰταλική, ἀγγλική, γαλλική, γερμανική, καί ἱσπανική, καί ἐντρύφησε στήν ξένη φιλολογική δημιουργία, διευρύνοντας τούς πνευματικούς του ὁρίζοντες. Ὡς φοιτητής, μελέτησε τούς Dante, Shakespeare, Goethe καί Schiller, τούς ὁποίους καί μετέφρασε ἀργότερα. Κατά τήν μονοετῆ του παραμονή στήν Ἀθήνα, ὁ Πολυλᾶς τόν συστήνει στόν Χαρίλαο Τρικούπη, μέ τόν ὁποῖο τότε θεμελίωνε τό πέμπτο πολιτικό κόμμα.
Τό 1879 ὁ Μαβίλης συνεχίζει τίς σπουδές στήν Γερμανία, ὅπου παραμένει γιά δεκατέσσερα συναπτά ἔτη. Πέραν τῶν κλασσικῶν σπουδῶν, ἐπιδίδεται στήν Γλωσσολογία. Ἡ προσωπικότητά του χαρακτηρίζεται ἀπό τό συνεχές ἄνοιγμα τῆς σκέψης. Μέσα σέ ἕνα ἔντονα φορτισμένο ἱστορικό καί πολιτικό γίγνεσθαι, ὁ Μαβίλης ἐνστερνίζεται τίς ἰδέες τοῦ Κάντ, τοῦ Σωπενάουερ καί τοῦ Παρνασσισμοῦ. Ἡ μάθηση ὅμως δέν ἦταν ὁ σκοπός τῆς ὑπάρξεώς του. Πίστευε πώς ἔπρεπε νά δημιουργήσει ἕνα ἔργο ἀντάξιο τῶν μεγάλων τοῦ Πνεύματος.
Ἡ κοφτερή κρίση καί τό δυνατό του μνημονικό –ἤξερε ἀπ’ ἔξω τήν Θεία Κωμωδία τοῦ Δάντη καί τά Ὁμηρικά Ἔπη, ἔπαιζε σκάκι μέ ἑπτά ἀντιπάλους χωρίς νά βλέπει τό παίξιμο– καί ἄλλα ἰδιαίτερα χαρίσματά του, ἔδειχναν πώς θά ἐπετύχαινε τόν σκοπό του. Δέν γνωρίζουμε ἄν ἡ κληρονομιά πού μᾶς ἄφησε ἦταν γιά ἐκεῖνον τό ἐπιθυμητό. Τό σίγουρο εἶναι πώς ὁ Τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐργάστηκε γιά τόν Σκοπό, ἦταν πρωτοφανής. Ἐπεξεργάστηκε τήν γνώση καί τά χαρίσματά του στήν ἐντέλεια, μέ καρτερική ἐπιμονή. Μέσα στά πενῆντα του σονέττα, ἔβαλε τήν ψυχή του. Ὅλες οἱ ἀρετές του ὅμως ἀναδεικνύονται στό ἄρτιο καί ἐξόχως λυρικό σονέττο «Ἡ Ἐλιά».
Ἡ αὐστηρή ἀφοσίωση στό Χρέος ἦταν ὁ ἄτεγκτος κανόνας τῆς ζωῆς του.
Ἡ Κρητική Ἐπανάσταση, οἱ πόλεμοι, κάθε ἐθνικό κίνημα, τόν εὕρισκαν πρόθυμο νά θυσιασθεῖ. Καρτερικός στόν πόνο καί στήν στέρηση, συμμετεῖχε στήν ἐκστρατεία τοῦ 1897. Λαβώθηκε ἀπό βόλι καί στό χέρι καί στόν βραχίονα. Αὐστηρός πάντα μέ τόν ἑαυτό του, δέν ἀπέφευγε κανένα ἀπό τά βάρη τοῦ Πολίτη, πιστεύοντας στήν ὑπακοή στούς νόμους καί στό καθῆκον. Σεβόταν τήν κοινή γνώμη, ἀλλά δέν δίσταζε νά βρίσκεται μέ ἐκείνους πού τοῦ ὑπαγόρευε ἡ συνείδησή του. Τό παράστημα καί ἡ συμπεριφορά του γοήτευαν τούς ἀνθρώπους. Ἦταν τρυφερός καί εἰλικρινής μέ τούς ἀγαπημένους του. Ἐνέπνεε σεβασμό καί ἐμπιστοσύνη.
Ἔπρεπε ὅμως νά μεσολαβήσει ὁ ἡρωικός θάνατος καί ἡ πολεμική δόξα, γιά νά ἀναγνωρισθεῖ ἡ προσφορά τοῦ Λορέντζου Μαβίλη στήν Πατρίδα.
Παρά τό προχωρημένο τῆς ἡλικίας, δέν δίστασε νά λάβει μέρος στήν τελευταία ἐκστρατεία. Δέν τόν φόβιζαν οἱ τεράστιες κακουχίες πού θά ἀντιμετώπιζε διασχίζοντας τήν Θεσσαλία, τήν Μακεδονία καί τήν Ἤπειρο ὡς Γαριβαλδινός Λοχαγός. Εἶχε φθάσει μέ τούς ἄνδρες του στόν Δρίσκο, μέ τό ὄνειρο νά μπεῖ νικητής στήν πρωτεύουσα τῆς Ἠπείρου. Ἀλλά ἡ Μάχη ἐκεῖ ἦταν καταστροφική γιά τό Τάγμα τῶν Γαριβαλδινῶν. Τήν παραμονή τῆς 28ης Νοεμβρίου τοῦ 1912 ὁ ἀρχηγός εἶχε προτείνει νά ὑποχωρήσουν. Στό πολεμικό συμβούλιο ὁ Μαβίλης ἀντιστάθηκε καί ἐπέλεξε νά συμμετάσχει στήν ἀπελπισμένη μάχη τῆς ἑπομένης γιά τήν τιμή τῶν ὅπλων.
Ἦταν ἀκόμη αὐγή. Τό τάγμα ἀποδεκατιζόταν, καί οἱ ἀξιωματικοί ἔπεφταν ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλον. Μέσα στό χαλάζι ἀπό τίς σφαῖρες ὁ ποιητής προχωροῦσε ἀγέρωχος πρός τήν κορυφή. Ἕνα βόλι τόν βρῆκε στό πρόσωπο.
Ὑποχρεώθηκε νά ἀποτραβηχθεῖ. Σέ ἕνα ξωκκλήσι τοῦ Δρίσκου στεγαζόταν τό στρατιωτικό νοσοκομεῖο. Φτάνοντας ἐκεῖ λαβωμένος, σήκωσε τό βλέμμα του γιά νά ξαναδεῖ τόν κάμπο τοῦ πολέμου καί ἕνα ἀκόμη βόλι τόν ηὗρε στό στόμα. Τά τελευταῖα του λόγια ἦταν συγκλονιστικά.
«(…) Ἐπερίμενα πολλές τιμές ἀπό τοῦτον τόν πόλεμο, ἀλλά ὄχι καί τήν τιμή νά θυσιάσω τήν ζωή μου γιά τήν Ἑλλάδα μου.»
Ἔτσι ἔσβησε ἡ εὐγενική αὐτή ὕπαρξη. Ἀκριβῶς ὅπως τό εἶχε προφητεύσει στό ἐκλεκτό σονέττο «ΧΑΡΡΙΣ».
Χερουβικῆς χαρᾶς χρυσός ἀθέρας
Σ’ ἐφλόγισε πατῶντας τῆς Ἠπείρου
Τό χῶμα, σά στήν πλατωσιά τοῦ ἀπείρου
Νἄστραφτε ἀπό τό «ἐν τούτῳ νίκα» ὁ αἰθέρας,
Καί σά σέ λάμψη παρουσίας δευτέρας
Μ’ ἀποκαλυπτικοῦ ἀγαλλίαση ὀνείρου
Νἄβλεπες στό βυθό τοῦ Παμπονήρου
Νά γκρεμιστῇ ἡ Τουρκιά, τό ἀνίερο τέρας.
Καί σέ λόγου σου τότε ἔκαμες τάμα
Νά φτάσῃς ὅπου μόνο αὐτός ξαμόνει
Ποὖναι ποιητής καί μάρτυρας ἀντάμα.
Τοῦ Ἀπόλλωνα ὄχι ἡ χάρη, ἡ δόξα μόνη
Σοῦ ’λειπε τοῦ θανάτου –κ’ ἕνα βόλι
Σ’ ἔστειλ’ ἥρωα στό ἠλύσιο περιβόλι.
Ἔτσι ἔπεσε ὑπέρ πατρίδος τήν 28η Νοεμβρίου τοῦ 1912 ὁ Ποιητής Λορέντζος Μαβίλης. Στεφανωμένος Ἥρωας, δοξασμένος στήν Ἠπειρωτική Γῆ.
Αἰωνία του ἡ Μνήμη.
*Νομικός καί Ἐπιστήμων Οἰκονομικῆς καί Κοινωνικῆς Διοικήσεως