Τί ἀναφέρει γιά φόρους, μισθούς, δάνεια, ἀπαλλαγές, χρέος, ἐλλείμματα, ἀνεργία, πληθωρισμό
ΕΚΠΛΗΞΗ πρώτου μεγέθους ἀπετέλεσε γιά τήν «Ἑστία» ἡ ανάγνωσις καί μελέτη τοῦ πρώτου τόμου τῆς σειρᾶς «Ἡ Ἑλληνική Οἰκονομία μετά τό 1950, περίοδος 1950-1973: Ἀνάπτυξη, Νομισματική Σταθερότητα καί Κρατικός Παρεμβατισμός» πού ἐξέδωσε τό Κέντρο Πολιτισμοῦ, Ἐρεύνης καί Τεκμηριώσεως τῆς Τραπέζης τῆς Ἑλλάδος ὑπό τήν διοίκησιν τοῦ κυρίου Ἰωάννη Στουρνάρα. Ἀπό τό ἐξαιρετικά ἐμπεριστατωμένο κείμενο μέ ἀριθμούς καί στατιστικά στοιχεῖα τοῦ συγγραφέως Χρυσάφη Ἰορδάνογλου προκαλεῖ αἴσθηση ἡ λεπτομερής ἀποτύπωσις καί ἀποτίμησις ἄνευ ἰδιαιτέρων πολιτικῶν κρίσεων τῆς οἰκονομικῆς πολιτικῆς τῆς δικτατορίας τῶν συνταγματαρχῶν.
Τό κείμενο εἶναι μέν αὐστηρῶς ἐπιστημονικό καί τεχνοκρατικό ἀφήνοντας τά συμπεράσματα στόν ἀναγνώστη, ὡστόσο ἡ μελέτη τῶν σελίδων 143-172 δέν καταλείπει ἰδιαίτερες ἀμφιβολίες: Πρόκειται γιά προσεκτικό ἔπαινο τῆς οἰκονομικῆς πολιτικῆς τῆς δικτατορίας, ἡ ὁποία γιά τό μόνο πού ἐλέγχεται εἶναι ἡ ὑπερθέρμανσις τῆς οἰκονομίας μέ τήν ἐπεκτατική πιστωτική πολιτική της καί οἱ πληθωριστικές πιέσεις στό τέλος τῆς θητείας της λίγο πρίν ἀπό τήν πτώση της. Κατά τά λοιπά ὁ κύριος Ἰορδάνογλου κάνει ἀναλυτική ἀναφορά στήν στροφή τῆς οἰκονομικῆς πολιτικῆς στόν τουρισμό καί τόν οἰκιστικό τομέα, τομεῖς στούς ὁποίους ὑπερεπένδυσαν σέ σύγκριση μέ τίς κυβερνήσεις τοῦ Κέντρου οἱ δικτάτορες.
Στήν ἐκτεταμένη χορήγηση στεγαστικῶν δανείων μέ εὐνοϊκά ἐπιτόκια σέ ὁμάδες τοῦ πληθυσμοῦ ὅπως ἀγρότες (μέσω τῆς ΑΤΕ), ἐργάτες (μέσω τῆς Κτηματικῆς Τραπέζης) καί δημοσίους ὑπαλλήλους (μέσω τοῦ Ταχυδρομικοῦ Ταμιευτηρίου). Σύμφωνα μέ τά στοιχεῖα πού παραθέτει ὁ κύριος Ἰορδάνογλου ηὐξήθησαν σέ συγκεκριμένες χρονιές κατά 43% τά δάνεια γιά τόν οἰκιστικό τομέα καί κατά 27% γιά τίς ἐπενδύσεις στόν τουρισμό.
Στήν μείωση τῆς φορολογίας, ἡ ὁποία ὅμως κατά τόν συγγραφέα δέν εἶχε ἐπίπτωση στά δημόσια ἔσοδα. Γίνεται ἀναφορά στήν ἀπόφαση γιά τήν κατάργηση τοῦ φόρου ὑπεραξίας, τήν μείωση τῆς κλιμακώσεως τοῦ φόρου μεταβιβάσεως ἀκινήτων πού εἶχε ἐπιβάλει ἡ Ἕνωσις Κέντρου, τήν αὔξηση τῶν ἀφορολογήτων ὁρίων γιά μισθωτούς, ἐλευθέρους ἐπαγγελματίες καί γιά τίς οἰκογένειες μέ παιδιά, τήν πλήρη ἀπαλλαγή τῶν ἀγροτῶν ἀπό τήν φορολογία, τήν ρύθμιση ἀγροτικῶν χρεῶν ὕψους 100.000 δραχμῶν, τήν ἐπιδότηση τοῦ ἐπιτοκίου γιά τουριστικές ἐπιχειρήσεις
Στήν αὔξηση τῶν ἡμερομισθίων τά ἔτη 1967 καί 1968 κατά 15-19%.
Στά ἐλλείμματα πού κατά τόν συγγραφέα ἦταν «μικρά καί ἀντιστρέψιμα σέ σύγκριση μέ τήν μεταπολιτευτική ἐμπειρία.» (σελίδα 156)
Στό χρέος πού εὑρίσκετο σέ χαμηλά ἐπίπεδα τῆς τάξεως τοῦ 19,5%, μικρότερο ἀπό ὅ,τι παρελήφθη ἀπό τήν Ἕνωση Κέντρου. Στό γεγονός ἐπίσης ὅτι ὅπως ὑποστηρίζει ὁ κύριος Ἰορδάνογλου «οἱ πληρωμές τόκων ἀντιπροσώπευαν ἕνα ἀσήμαντο ποσοστό τοῦ ΑΕΠ.» (σελίδα 156)
Σέ ἄλλα «φιλολαϊκά» μέτρα ὅπως ἡ ἐπέκτασις τῆς δωρεάν παιδείας πού εἶχε ἀποφασίσει ἡ Ἕνωσις Κέντρου μέ τήν διανομή δωρεάν συγγραμμάτων.
Ὁ συγγραφεύς βεβαίως ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ δικτατορία ἐφήρμοσε αὐτήν τήν πολιτική γιά νά ἐξασφαλίσει τήν «λαϊκή ἀνοχή», ὡστόσο δέν διστάζει σέ τέσσερα σημεῖα τοῦ κεφαλαίου νά ὑπογραμμίσει ὅτι:
A. «Ἀπέδωσε τό πλέγμα μέτρων» πού ἐφαρμόστηκε γιά νά ἀνακοπεῖ ἡ ἐπιβράδυνση τῶν ἐτῶν 1965-1966.» (Οἱ ρυθμοί ἀνάπτυξης ἀπό 9% στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1960 τό 1967 εἶχαν πέσει στό 4,7%.)
Κατά τόν κύριο Ἰορδάνογλου μέ τά μέτρα γιά τόν τουρισμό καί τόν οἰκιστικό τομέα «τό 1968 ἡ ἐπιβράδυνση εἶχε ἀνακοπεῖ καί ἡ οἰκονομία μπῆκε σέ ἀνοδική τροχιά.» (σελίδα 152)
Β. «Τά ἔτη 1971, 1972 καί 1973 ἡ ἑλληνική οἰκονομία βρισκόταν κοντά στήν πλήρη ἀξιοποίηση τῶν δυνατοτήτων της.» (σελίδα 155)
Γ. «Στίς ἀρχές τοῦ 1973 ἡ ἑλληνική οἰκονομία βρισκόταν κοντά στήν πλήρη ἀπασχόληση.» Ἡ ἀνεργία εἶχε πέσει στό 2%. (σελίδα 160)
Δ. «Παρά τήν συμπίεση τῶν μισθολογικῶν αὐξήσεων καί εἰδικότερα τῶν κατώτερων ἀμοιβῶν (μετά τίς προγραμματισμένες αὐξήσεις στό 15,6% γιά τούς ἄνδρες καί 19,4% γιά τίς γυναῖκες ἀπό τόν προϋπολογισμό τοῦ 1967), ἄνοδος τῶν πραγματικῶν ἀποδοχῶν καί τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου σημειώθηκε σέ ὅλες τίς κατηγορίες μισθωτῶν (σελίδα 164). Βεβαίως ἀπό τό συγκεκριμένο κεφάλαιο δέν λείπει ἡ κριτική κυρίως στήν ἐμμονή στήν πιστωτική ἐπέκταση μετά τήν ἀνακοπή τῆς ἐπιβραδύνσεως».
Ὁ συγγραφεύς τονίζει ὅτι ἡ πολιτική τῆς δικτατορίας ὁδήγησε «στόν κλονισμό τῆς νομισματικῆς ἰσορροπίας τῆς οἰκονομίας» (σελ. 154), ὅτι «οἱ ἐπεκτατικές ὠθήσεις μέσω τῶν δημοσίων ἐπενδύσεων συνέβαλαν στή δημιουργία συνθηκῶν ὑπερβάλλουσας ζήτησης» (σελ. 155), ὅτι «σημειώθηκε διεύρυνση τοῦ ἐμπορικοῦ ἰσοζυγίου ὑλικῶν ἀγαθῶν τό ὁποῖο καλυπτόταν ὅμως ἀπό τήν ἐξίσου ἐντυπωσιακή αὔξηση εἰσροῶν ἀπό τόν τουρισμό, τό ναυτιλιακό συνάλλαγμα, τό μεταναστευτικό συνάλλαγμα καί ἀπό εἰσροές κεφαλαίων ἀπό τό εξωτερικό» (σελ. 155), ὅτι «τό πρόβλημα ἦταν καί πάλι ὅτι ἡ δικτατορία ἐπιδίωκε νά ἐξασφαλίσει λαϊκή ἀνοχή μέσα ἀπό τήν ἐπιτάχυνση τῆς ἀνάπτυξης γι’ αὐτό καί συνέχισε τήν ἐπεκτατική πολιτική στά ἑπόμενα πέντε χρόνια» (σελ. 158). Ὁ συγγραφεύς θεωρεῖ «ἐσφαλμένη» τήν ἀπόφαση τῆς δικτατορίας νά ἀκολουθήσει τό δολλάριο στήν ὑποτίμησή του. Ὁ πληθωρισμός ἄρχισε νά ἀνεβαίνει σταδιακά στό 4,3% τό 1972 γιά νά ἐκτοξευτεῖ λόγω τῆς πετρελαϊκῆς κρίσεως στό 15,5% τό 1973 καί στό 26,9% τό 1974. «Ἡ τιμή τοῦ πετρελαίου τετραπλασιάσθηκε καί τό δραματικό αὐτό γεγονός βρῆκε τήν οἰκονομία σέ φάση ἤδη ὑπάρχουσας πληθωριστικῆς ἔξαρσης» σημειώνει ὁ κύριος Ἰορδάνογλου (σελ. 161). Ἡ κριτική του ἑστιάζεται στό γεγονός –καταληκτικά– ὅτι ἐπρόκειτο «γιά μή διατηρήσιμο boom» ἄν καί σημειώνει ὅτι α) «στήν διάρκεια τῆς περιόδου 1967-73 οἱ ἐπενδύσεις ὡς σύνολο, δημόσιες καί ἰδιωτικές, αὐξάνονταν μέ μέσο ρυθμό 10,6% ἐτησίως» καί ὅτι «στήν περίοδο 1967-1973 ὁ μέσος ἐτήσιος ρυθμός αὔξησης τοῦ πραγματικοῦ ΑΕΠ ἦταν 7,6% ὁριακά χαμηλότερος ἀπό τό 7,8% τῆς περιόδου 1961-1966». Τό συγκεκριμένο κεφάλαιο τοῦ Κέντρου Πολιτισμοῦ, Ἐρεύνης καί Τεκμηριώσεως τῆς Τραπέζης τῆς Ἑλλάδος ἀποτελεῖ ἕναν συγκεκαλυμμένο προσεκτικό ἔπαινο τῆς οἰκονομικῆς πολιτικῆς τῆς δικτατορίας τήν ὁποία παρουσιάζει ὅπως καί τῶν λοιπῶν προηγουμένων κυβερνήσεων βεβαίως μέχρι λεπτομερείας μέσω στοιχείων πού ἠντλήθησαν ἀπό τούς Ἐθνικούς Λογαριασμούς.